Toυ Καθ. Ιάκωβου Μιχαηλίδη
Το καλοκαίρι του 1890 ο γάλλος περιηγητής και ελληνιστής Victor Berard έφτασε στη Μακεδονία επιχειρώντας, όπως ο ίδιος έλεγε, να μελετήσει «επί τόπου το Ανατολικό Ζήτημα, χωρίς προκατασκευασμένη γνώμη αλλά με καθορισμένο στόχο»[1]. Ο Berard περιόδευσε στην περιοχή επί τρία ολόκληρα χρόνια συναντώντας ανθρώπους διαφόρων εθνικών ομάδων και κοινωνικών τάξεων, κυρίως «αγωγιάτες, αγρότες και παπάδες»[2]. Πολλά ήταν αυτά που κίνησαν το ενδιαφέρον του γάλλου περιηγητή, εκείνο όμως που τον εντυπωσίασε περισσότερο ήταν οι διάφοροι στατιστικοί και εθνογραφικοί χάρτες της περιοχής, κυρίως για την ανομοιογένεια που τους διέκρινε ως προς τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν για την εκπόνηση τους, καθώς και για τα αριθμητικά τους δεδομένα. Συμπυκνώνοντας τις παρατηρήσεις του, οBerard έγραψε σχετικά[3]:
«Οι φυλές της βαλκανικής χερσονήσου ταξινομούνται σε τρεις κύριες ομάδες: τουρκική ομάδα, σλαβική ομάδα και πελασγική ή ελληνολατινική ομάδα. Στη Μακεδονία εκπροσωπούνται και οι τρεις αυτές ομάδες. Είναι μία από τις σπάνιες αλήθειες που γίνονται απ όλους αποδεκτές. Πράγματι, ας κοιτάξουμε τους χάρτες ή τα ντοκουμέντα όλων των παρατάξεων. Η καθεμιά διεκδικεί την πλειοψηφία για τον εαυτό της αλλά και καμμιά δεν μπόρεσε να αρνηθεί την παρουσία των κάποιων ελαχίστων αντιπάλων. Οι χάρτες που τυπώνονται στη Σόφια περιορίζουν όσο μπορεί να φανταστεί κανείς, το μερίδιο της ελληνολατινικής ομάδας. Στους χάρτες της Αθήνας που δεν υπολείπονται σε ανακρίβεια, οι σλαβικοί πυρήνες, μικροί και λίγοι, με χρώμα κάπως αόριστο (σκοτωμένο βιολετί), εξαφανίζονται μέσα στο απέραντο γαλάζιο των θριαμβευόντων Ελλήνων. Οι Σέρβοι γεωγράφοι πάλι με τη σειρά τους απωθούν τους Βούλγαρους προς τη Ροδόπη, τους Αλβανούς πέρα από την Πίνδο και τους Έλληνες μέχρι τα θεσσαλικά σύνορα. Κάποιες όμως αναστολές σταματούν Σέρβους, Έλληνες και Βούλγαρους και τους επιβάλλουν το σεβασμό ορισμένων ξένων νησίδων εδώ και κει, στα μέρη που είναι αρκετά απομακρυσμένα από το τωρινό βασίλειο ή που τα γνωρίζουν καλά οι Ευρωπαίοι. Ο Τούρκος, πιο αξιοπρεπής, δε χρωματίζει με καμιά βαφή το δικαίωμα κατοχής του. Η εθνογραφία είναι μια γκιαούρικη επιστήμη την οποία περιφρονεί. Δίνοντας όμωςβεράτια σε επισκόπους ομολογείμ' αυτό την επιβίωση κάποιων χριστιανών μέσα στους 'Ρωμυλιώτες' και οι ταλαντεύσεις του μεταξύ βουλγάρων και ελλήνων επισκόπων μας φανερώνουν επιπλέον και την ενδόμυχη σκέψη του ότι ίσως κατέχει στη Μακεδονία και έλληνες και βούλγαρους χριστιανούς. Η ύπαρξη λοιπών των τριών φυλών δεν αμφισβητείται από κανέναν και οι αντιδικίες αρχίζουν τη συγκεκριμένη εκείνη στιγμή που ο καθένας αρχίζει να προσδιορίζει τα δίκαια του.
Πρέπει ωστόσο να παρατηρήσουμε ότι Σέρβοι, Βούλγαροι και Έλληνες μένουν σ ένα σημείο σύμφωνοι, ακόμη και στους то φαντεζίστικους χάρτες τους, στο ότι αποδίδουν στον Τούρκο τη σωστή σχεδόν θέση που τον πρέπει. Για τους τρεις αυτούς χριστιανικότατους λαούς ο Τούρκος είναι ένα ον τόσο ξεχασμένο από το Θεό, τόσο προορισμένο για τον όλεθρο, τόσο κοντά στον επιθανάτιο ρόγχο, ώστε κανέναν κίνδυνο δε διατρέχουν με το να αναγνωρίσουν αυτό που υπήρξε. Δεν υπάρχει πια. Ο Τούρκος εξάλλου προσφέρει και στους μεν και στους δε μερικές εξυπηρετήσεις. Όταν η σλαβική συνείδηση υποχωρεί μπρος σε μια πολύ θρασεία διεκδίκηση, τότε η καταχώρηση στους Τούρκους ελληνικών περιοχών χρησιμεύει το ίδιο στη δίκαιη υπόθεση, όσο και μια νέτη σκέτη προσάρτηση. Επίσης, όταν η ελληνική οξύνοια αντιλαμβάνεται ότι αξιώσεις πάνω σε αυθεντικά βουλγάρικους τόπους θα καθιστούσαν ύποπτους για υπερβολή και όλους τους υπόλοιπους ελληνικούς λογαριασμούς, γρήγορα μια τουρκική νερομπογιά εκεί! Ο αντίπαλος αποδυναμώνεται στον ίδιο βαθμό. Η Ευρώπη βλέπει με πολύ καλό μάτι την ευμένεια αυτή προς τον Τούρκο. Ένας χριστιανικός χάρτης τόσο ελεήμων προς τον Άπιστο θεωρείται περισσότερο φερέγγυος, θωπεύεται έτσι η Ευρώπη στους πιο μύχιους πόθους της. Πόσο θα ήθελε να ήσαν όλα τούρκικα στην Τουρκία και να μην είχαν ανακαλύψει οι εθνογράφοι αυτή την τρομερή σπαζοκεφαλιά που λέγεται Ανατολικό Ζήτημα!».
Οι παρατηρήσεις του Berard κατέδειξαν με τον πιο εναργή τρόπο την πολιτικοποίηση της Εθνογραφίας, ιδιαίτερα μετά το 1850, και την εμπλοκή της στη διαμάχη των αντιμαχόμενων βαλκανικών λαών αλλά και των Μεγάλων Δυνάμεων για το μέλλον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ήταν η εποχή που ο «μεγάλος ασθενής» κατέρρεε και οι εθνικισμοί στα Βαλκάνια κορυφώνονταν εν μέσω ασφυκτικών πιέσεων κυρίως των Άγγλων, των Αυστριακών και των Ρώσων για να ρυθμίσουν προς όφελος τους τις εξελίξεις στην περιοχή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κρίθηκε επιβεβλημένη από όλους η συλλογή στοιχείων για την «εθνοφυλετική σύνθεση» των βαλκανικών επαρχιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προκειμένου να τεκμηριωθεί δημογραφικά και επιστημονικά η προβολή εθνικών διεκδικήσεων επί συγκεκριμένων εδαφικών περιοχών. Έτσι, μια πλειάδα ειδικών επιστημόνων, γεωγράφων, ιστορικών και περιηγητών κατέκλυσαν τα Βαλκάνια συλλέγοντας στοιχεία για να χαρτογραφήσουν την περιοχή. Επρόκειτο για μια αποστολή εξ ορισμού δύσκολη, αφού η συνήθης, έως τότε, τακτική της οθωμανικής διοίκησης ήταν η διάκριση του πληθυσμού με βάση το θρήσκευμα, αδιαφορώντας για την εθνοτική τους προέλευση. Η έλλειψη στοιχείων αναφορικά με την εθνοφυλετική σύνθεση του πληθυσμού συνδυάστηκε μάλιστα και με την παντελή απουσία γενικότερων αξιόπιστων απογραφικών δεδομένων για τον πληθυσμό του οθωμανικού κράτους. Είναι ενδεικτικό ότι η πρώτη γενική απογραφή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πραγματοποιήθηκε μόλις το 1831. Ακόμη και αυτή όμως κάλυψε μόνο τον άρρενα πληθυσμό, αφού διεξήχθη αποκλειστικά για φορολογικές σκοπιμότητες. Παράλληλα, η μη χρησιμοποίηση ενιαίου συστήματος κατά την καταμέτρηση, η απουσία επαγγελματικής εκπαίδευσης των απογραφέων και η αδυναμία στην καταμέτρηση των νομαδικών πληθυσμών επέτειναν το πρόβλημα[4].
Τα αποσπασματικά επίσημα στοιχεία υποχρέωσαν τους ξένους απεσταλμένους να έλθουν έτσι αναγκαστικά σε επαφή με τους βαλκανικούς λαοΰς αναζητώντας και από αυτούς στατιστικά δεδομένα, πολύτιμα για την ολοκλήρωση της έρευνας τους. Το εθνικά τους συμφέροντα. Ένας από τους γνωστότερους ευρωπαίους περιηγητές της περιόδου, οFelix Kanitz, σχολιάζοντας με σκωπτικό τρόπο τις απόπειρες παραπληροφόρησης, παρατηρούσε πως «αν αθροίσουμε τα νούμερα που δίνουν για τον πληθυσμό Τούρκοι, Σέρβοι, Βούλγαροι, Έλληνες, Αλβανοί και Αρμένιοι, τότε η Τουρκία σε σχέση με τα ευρωπαϊκά κράτη εμφανίζεται ως η χώρα με τον πυκνότερο πληθυσμό»[5].
Με τις παραπάνω προϋποθέσεις δεν εντυπωσιάζει το πλήθος των διαφορετικών χαρτών που αναφέρονται στη Μακεδονία και οι οποίοι άρχισαν να εκπονούνται από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Σε ένα καταπληκτικό του βιβλίο ο Η. R.Wilkinson κατέγραψε και παρουσίασε τους ποικίλους εθνογραφικούς χάρτες που απεικόνιζαν τη Μακεδονία τη χρονική περίοδο από τα μέσα του 19ου αιώνα έως και το 1930, προσφέροντας μας έτσι τη δυνατότητα συγκριτικής θεώρησης των διαφορετικών εθνογραφικών προσεγγίσεων της πληθυσμιακής σύνθεσης της περιοχής[6].
Οι χαρτογράφοι της περιόδου χρησιμοποίησαν διαφορετικά κριτήρια για να κατατάξουν τους πληθυσμούς. Οι Βούλγαροι και όσοι άλλοι ασπάζονταν τις απόψεις τους προτίμησαν εκείνο της γλώσσας, αφού θεωρούσαν ότι τα γλωσσικά ιδιώματα που μιλούνταν σε διάφορα σημεία της μακεδόνικης ενδοχώρας αποτελούσαν παραλλαγές της Βουλγαρικής. Οι Έλληνες πάλι και οι σύμμαχοι τους αξιοποίησαν τη θρησκευτική υπαγωγή, θεωρώντας ότι το κύρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου τους παρείχε ένα προβάδισμα έναντι των βορείων γειτόνων τους. Υποτίμησαν έτσι το κριτήριο της γλώσσας, υποστηρίζοντας πως δεν είχε σχέση με την εθνική συνείδηση των κατοίκων.
Από τους πρώιμους εθνολογικούς χάρτες της περιόδου, οι οποίοι εκπονήθηκαν από δυτικούς παρατηρητές και λειτούργησαν ως πρότυπο για πολλές μελλοντικές χαρτογραφήσεις, μπορεί κανείς να εστιάσει σ' εκείνον των περιηγητριώνMackenzie και Irby [ 2894], ο οποίος τυπώθηκε το 1867 και ευνοούσε τα βουλγαρικά συμφέροντα[7], καθώς και στο πόνημα του γάλλου καθηγητή Γεωγραφίας στο Οθωμανικό Λύκειο της Κωνσταντινούπολης Α. Synvet [£2895], που κατασκευάστηκε το 1877 με στοιχεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, προβάλλοντας έτσι τις ελληνικές βλέψεις[8].
Τα δεδομένα των χαρτογράφων αποτελούσαν πολύτιμο διπλωματικό επιχείρημα στη φαρέτρα των διπλωματών. Δεν αρκούσαν βέβαια από μόνα τους για να διαμορφώσουν τα γεγονότα, αλλά λειτουργούσαν υποβοηθητικά, προσδίδοντας το αναγκαίο επιστημονικό κύρος στους πολιτικούς χειρισμούς. Είναι μάλιστα ενδεικτική η συστηματική χρήση των χαρτών στη διάρκεια της Ανατολικής Κρίσης, της περιόδου 1875-1878. Η αρχή έγινε με τη χρησιμοποίηση του εθνογραφικού χάρτη του χαρτογράφου Heinrich Kiepert, ο οποίος είχε εκπονηθεί το 1876 και παρουσίαζε ως βουλγαρικό το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας και της Θράκης. Ο συγκεκριμένος χάρτης κατατέθηκε από τη ρωσική αντιπροσωπεία στη Διάσκεψη της Κωνσταντινούπολης το 1877[9] και υπήρξε η πρώτη ύλη για τη δημιουργία λίγους μήνες αργότερα, με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, της «Μεγάλης Βουλγαρίας». Όμως, οι βουλγαρικές επιτυχίες κινητοποίησαν άμεσα τα ελληνικά αντανακλαστικά. Στις αρχές του 1877 ο «Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων» συνέλεξε, μέσω των ελλήνων Προξένων και Επισκόπων, λεπτομερή στατιστικά στοιχεία για την πληθυσμιακή σύνθεση της Μακεδονίας. Ο πρόεδρος του συλλόγου Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος υπέβαλε τα στατιστικά δεδομένα στον Kiepert, ζητώντας του να αναθεωρήσει τον προηγούμενο εθνογραφικό χάρτη του, κάτι που όμως ο αυστριακός εθνογράφος αρνήθηκε. Έτσι, η ελληνική αντιπροσωπεία κατέθεσε, το καλοκαίρι του 1878, στο Συνέδριο του Βερολίνου τον εθνολογικό χάρτη του βρετανού γεωγράφου Edward Stanford, ο οποίος σαφώς ευνοούσε τις ελληνικές θέσεις [Ε, 2980], πετυχαίνοντας τελικά την ανατροπή των συμφωνηθέντων στον Άγιο Στέφανο[10].
Η επιτυχής χρήση των χαρτών κατά τη διάρκεια της Ανατολικής Κρίσης στάθηκε ένα αποφασιστικό τεστ για την εξακρίβωση της αποτελεσματικότητας τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Τα θετικά αποτελέσματα οδήγησαν αναπόφευκτα σε ραγδαία αύξηση της σχετικής εκδοτικής παραγωγής. Συνέπεσαν μά λίστα με την επιστημονική συστηματικοποίηση της παγκόσμιας χαρτογραφικής προσπάθειας. Μεγάλοι ευρωπαϊκοί εκδοτικοί οίκοι, όπως ο οίκος JustusPerthes στην πόλη Gotha[11] [<S3015, & 2904], εκείνος της Βαϊμάρης Βερολίνου Kiepert [Ε 1802], αλλά και διάφοροι άλλοι [<£ 2903, £- 2898], εξέδοσαν πολλούς χάρτες της Βαλκανικής Χερσονήσου, εξοικειώνοντας έτσι το δυτικοευρωπαϊκό κοινό μ' έναν κόσμο που φάνταζε ακόμη σχεδόν «εξωτικός». Την ίδια εποχή, στο γύρισμα του αιώνα (1899), η έκδοση από τους κορυφαίους αυστριακούς χαρτογράφους του Αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ Α', της μνημειώδους τρίτης αυστριακής χαρτογράφησης υπό τον τίτλο Generalkarte προσέφερε εξαιρετικές απεικονίσεις της μακεδόνικης ενδοχώρας[12].
Η ευρωπαϊκή χαρτογραφική άνθηση σύντομα μεταφέρθηκε και στη Βαλκανική. Στις αρχές του 20οΰ αιώνα η Μακεδονία φλέγονταν. Έλληνες και Βούλγαροι, κατά πρώτο λόγο, αλλά και οι Σέρβοι, έδειχναν αποφασισμένοι να εγκαταλείψουν τις φραστικές αντεγκλήσεις, μια αντιπαράθεση που είχε ως τότε περιορισθεί σε εκπαιδευτικά και εκκλησιαστικά ζητήματα, και να πάρουν τα όπλα. Ο Μακεδόνικος Αγώνας (1904-1908) ήταν πια γεγονός. Την ίδια στιγμή ο μηχανισμός προπαγάνδας που η κάθε βαλκανική χώρα είχε εξυφάνει για τον επηρεασμό της δυτικοευρωπαϊκής, κυρίως, κοινής γνώμης, είχε αρχίσει ήδη να λειτουργεί. Οι εθνολογικοί χάρτες αποτέλεσαν και πάλι πρόσφορο υλικό. Το 1899 παρουσιάσθηκε η πρώτη ελληνική στατιστική από τον καθηγητή της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Κλεάνθη Νικολαΐδη [£. 2983]. Ο Νικολα'ί'δης δημοσίευσε έναν εθνογραφικό χάρτη της Μακεδονίας, έχοντας ως κριτήριο όχι τη μητρική γλώσσα των κατοίκων, αλλά εκείνη που χρησιμοποιούσαν στις εμπορικές τους συναλλαγές. Ωστόσο, η απήχηση του εθνογραφικού χάρτη του έλληνα καθηγητή ήταν περιορισμένη, καθώς δεν αντιμετωπίσθηκε παρά μόνο ως προπαγανδιστικό υλικό που αποσκοπούσε να στηρίξει τις εθνικές διεκδικήσεις των Ελλήνων στη Μακεδονία[13]. Πιο συστηματικός υπήρξε ο εθνολογικός χάρτης του ιταλού διπλωμάτη Giovanni Amadori Virgilj [Ε 2913, & 2982], που τυπώθηκε το 1908 από το περίφημο Institute Geografico de Agostini της Ρώμης και απεικόνιζε την εθνολογική υπεροχή του Ελληνισμού στη Μακεδονία. Στην ελληνική και φιλελληνική εκδοτική φαρέτρα των αρχών του 20ου αιώνα πρέπει τέλος να προστεθούν διάφοροι διοικητικοί χάρτες της περιοχής [<£ 2981, £- 3002], χάρτες των χριστιανικών σχολείων [Ε,2984], καθώς και οι ελληνικές εκδόσεις της σειράς Generalkarte [β 2316, β 2318, β 2906, β 2905, β 2900, β 2901].
Στον αντίποδα της ελληνικής, η βουλγαρική προπαγάνδα λειτούργησε ίσως περισσότερο αποτελεσματικά από οποιανδήποτε άλλη στις αρχές του 20οΰ αιώνα. Μια πλειάδα χαρτών με στρατηγικό κέντρο τη Σόφια εκδόθηκαν την περίοδο αυτή, συνδράμοντας έτσι επιστημονικά την ένοπλη δράση των κομιτάτων. Ως αφετηρία τους φαίνεται ότι χρησίμευσαν δυο χάρτες που σχεδιάστηκαν το 1902 και το 1904 αντίστοιχα από τον Γραμματέα της βουλγαρικής ΕξαρχίαςΝτ. Μπρανκώφ και απεικόνιζαν τα χριστιανικά σχολεία της Μακεδονίας ο πρώτος [&- 3000] και τον χριστιανικό πληθυσμό της ο δεύτερος 3001].
Τέλος, οι Σέρβοι παρουσίασαν κι αυτοί τη δική τους εκδοχή για την πληθυσμιακή σύνθεση της περιοχής, με πρώτο τον χάρτη του αυστριακού χαρτογράφου Κ. Peucker [ 2664] που εκδόθηκε το 1903, αλλά κυρίως μια δεκαετία αργότερα, το 1913, με τον χάρτη του φημισμένου σέρβου ανθρωπογεωγράφου Γιόβαν Τσβίιτς [<£ 2893].
Η άδοξη κατάληξη του Μακεδόνικου Αγώνα με τη Νεοτουρκική Επανάσταση (1908) και η προσωρινή κατάπαυση του πυρός δεν κατασΐγασαν όμως τον εθνικιστικό πυρετό των βαλκανικών χωρών. Πολΰ σύντομα, με τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13), οι συγκρούσεις επαναλήφθηκαν και οδήγησαν αφενός στην απομάκρυνση των Τούρκων από τη βαλκανική χερσόνησο και αφετέρου στη διανομή των μακεδόνικων εδαφών μεταξύ των βαλκάνιων μνηστήρων. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι αντιμετωπίστηκαν με μεγάλο ενδιαφέρον τόσο στα Βαλκάνια, όσο και στη Δυτική Ευρώπη. Μια σειρά από χάρτες, πολιτικούς [£2994, £ 2585, S. 2919] και στρατιωτικούς {& 2920], συχνά συνοδευόμενοι από εκλαϊκευτικές ζωγραφικές αναπαραστάσεις των πολιτικών ηγετών και στρατιωτικών [& 2639], κατέκλυσαν εκ νέου τόσο την εγχώρια όσο και τη δυτικοευρωπαϊκή αγορά. Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε αμέσως μετά, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η παρουσία δυτικοευρωπαϊκών στρατευμάτων στο Μακεδόνικο Μέτωπο αποκορύφωσε το ενδιαφέρον αναφορικά με τις εξελίξεις στην περιοχή, τη γεωγραφία της, τους ανθρώπους και τις υποδομές της [£ 2250, £1 2617, <£ 1761, £- 2922]. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της περιόδου, όσον αφορά την Ελλάδα, εντοπίζεται στην εμφάνιση χαρτών με τις ελληνικές Εθνικές Διεκδικήσεις [β. 1761]. Ο γνωστότερος από τους χάρτες αυτούς είχε τον τίτλο 'Hellenism in the NearEast' και περιελάμβανε στατιστικά στοιχεία για την περιοχή της Θράκης, το βιλαέτι της Κωνσταντινούπολης και τη Δυτική Μικρά Ασία \£- 1762]. Είχε εκπονηθεί από τον προσωπικό φίλο του Βενιζέλου, καθηγητή Γεώργιο Σωτηριάδη και είχε εκτυπωθεί το καλοκαίρι του 1918 από τον γνωστό εκδοτικό οίκο του Λονδίνου Ε. Stanford Ltd. Στον παραπάνω χάρτη η κατανομή του πληθυσμού γινόταν σε Έλληνες, Μουσουλμάνους, Βούλγα ρους, Μακεδονοσλάβους, Αλβανούς και Ρουμάνους. Με βάση τα στατιστικά στοιχεία, η εθνολογική υπεροχή του ελληνικού στοιχείου ήταν εμφανής στην περιοχή της Σμύρνης. Ο χάρτης του Σωτηριάδη κατατεθηκε από την ελληνική αντιπροσωπεία στο Συνέδριο της Ειρήνης στο Παρίσι (1919), που σφράγισε το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και επαναχάραξε το συνοριακό καθεστώς της ευρωπαϊκής ηπείρου. Αποτέλεσε μάλιστα ισχυρό επιχείρημα για την παραχώρηση της Σμύρνης και της ενδοχώρας της στην Ελλάδα για χρονικό διάστημα πέντε ετών, έως τη διαξαγωγή δημοψηφίσματος.
Το τέλος των πολεμικών αναμετρήσεων με τη θλιβερή κατάληξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας σηματοδότησε την έναρξη μιας επώδυνης, αλλά ταυτόχρονα και δημιουργικής περιόδου για την Ελλάδα. Το ενάμισυ εκατομμύριο προσφύγων μετέφερε στις νέες πατρίδες όχι μόνο τον πόνο για όσα χάθηκαν, αλλά και μια νέα πνοή, υπόσχεση για ένα καλύτερο μέλλον. Μια από τις σημαντικότερες ευεργετικές συνέπειες του προσφυγικού ρεύματος ήταν η μεταβολή της πληθυσμιακής σύνθεσης, ιδιαίτερα των Νέων Επαρχιών της Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης. Το νέο σκηνικό που τελικά κατέστησε την Ελλάδα τη χώρα με τη μεγαλύτερη εθνολογική ομοιογένεια στη Βαλκανική, αποτυπώθηκε στον χάρτη της ελληνικής Μακεδονίας που εκδόθηκε το 1926 από την Κοινωνία των Εθνών [&- 933]. Επρόκειτο αναμφισβήτητα για μια εξέλιξη που προσέδωσε μεγάλη ευχέρεια κινήσεων στις ελληνικές κυβερνήσεις του Μεσοπολέμου, καθώς απομάκρυνε οριστικά κάθε ουσιαστική αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στην περιοχή. Τη δεκαετία του 1920 επίσης, η Χαρτογραφική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού προχώρησε στην εκτύπωση ελληνικών εκδόσεων της σειράς Generalkarte, οι οποίες μπορεί να υπολείπονταν σε ποιότητα από τα αυστριακά τους πρωτότυπα, παρείχαν όμως και ορισμένα νέα στοιχεία, ιδιαίτερα όσον αφορά τα έργα υποδομής[14].
1- V. Berard, Τουρκία και ελληνισμός. Οδοιπορικό στη Μκεδονία, μετάφραση Μ. Λυκούδης, Αθήνα, 1987,σελ 11
2- Berard, ό.π., σελ 12.
3- Berard, ό.π., σελ. 191-192.
4- Νικολάι Τόντοροφ, Η βαλκανική πόλη 15ος-19πς αιώνας, τόμ. 2, μετάφραση Έφη Αβδελά & Γεωργία Παπαγεωργίου, Αθήνα, 1986, σελ 428
5- Τόντοροφ, ό.π., α. 442.
6- Η. R.Wilkinson, Maps and Politics. A Review of the Ethnographioc Cartography of Macedonia, Λίβερπουλ, 1951
7- Wilkinson, ό.η., σο. 51-53.
8- Wilkinson, ό.η., σα. 73-74.
9-Ευάγγελος Κωφός, Η Ελλάδα και το Ανατολικό Ζήτημα 1875-1881, Αθήνα, 2001, σσ. 77-78.
10- Κωφός, ό.η., ο. 157.
11-Ευάγγελος Λιβιεράτος (επιμ),Γερμανοί χαρτογραφούν την Ελλάδα από τον 16ο στον 19ο αιώνα, Εθνική Χαρτοθήκη, Θεσσαλονίκη, 2001, σελ 41
12- Ευάγγελος Λιβιεράτος(επιμ), Φύλλα χάρτη Βόρειας Ελλάδας, η πρώτη απεικόνιση(τέλη 19ου-αρχές 20ου αι,)Ελλάδας. Η πρώτη απεικόνιση, Εθνική Χαρτοθήκη, Θεσσαλονίκη, 2003, σελ 24-29
13- Wilkinson, ο.π., α. 120.
14-Λιβεράτος, Φύλλα χάρτη Βόρειας Ελλάδας, σσ.48-51
ΠΗΓΗ: Χαρτογραφώντας τη Μακεδονία 1870-1930,
Εθνική Χαρτοθήκη, 2004
Εθνική Χαρτοθήκη, 2004