Οι ένοπλες δυνάμεις και το ράσο στου αγώνες του Ελληνικού έθνους


Πρωτοπρ. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός - Ευχαριστώ για την τιμητική σας πρόσκληση να είμαι ο ομιλητής στην σημερινή επέτειό σας. «Η Η­ΜΕΡΑ ΤΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ» είναι εορτή και πανήγυρις όλου του Έθνους, το όποιο σεμνύνεται για τον Στρατό όλων των Όπλων και αποτίνει φό­ρο τιμής στα εκλεκτά τέκνα του, που επωμίζονται ε­κούσια την υψηλή αποστολή να προασπίζουν την ε­δαφική ακεραιότητα της χώρας μας από οποιαδήποτε απειλή, διασώζοντας συνάμα την ελευθερία της. Μαζί δε με τα μόνιμα μέλη των Ένοπλων Δυνάμεων μας συμμετέχουν στην χαρά σας και όλοι οι Έλληνες, άν­δρες και γυναίκες, που έχουν την τιμή να έχουν φορέ­σει ή να φορούν σήμερα την τιμημένη στολή σας, εκ­πληρώνοντας το ιερό χρέος προς την Πατρίδα με την στράτευση τους. 


Έσχατος πάντων συνεορτάζει μαζί σας και ο ομιλών, που αυτή την στιγμή αναπολεί την διετία της στρατιωτικής του θητείας, μία από τις ιερό­τερες και ευεργετικότερες γι’ αυτόν περιόδους της ζω­ής του.
1. Δυναμογόνος πηγή του ψυχισμού και της ετοι­μότητας των Ένοπλων Δυνάμεων μας είναι η βαθύρριζη αγάπη προς την Πατρίδα, η φιλοπατρία, δεδομέ­νου, ότι η Πατρίδα είναι ο ευλογημένος χώρος πραγματώσεως κάθε άνθρωπου, άνδρα ή γυναίκας, ως πολί­τη, και τελειώσεως της ενδοϊστορικής αποστολής του. Αυτονόητη είναι για τον Έλληνα η εσωτερική-καρδιακή σύμπτωση με την φιλοπατρία του μεγάλου σοφού μας Σωκράτη, όταν έλεγε το υπέροχο εκείνο: «Μητρός τε και Πατρός και των άλλων προγόνων α­πάντων τιμιώτερον και σεμνότερον και αγιώτερον ε­στίν η Πατρίς, και εν μείζονι μοίρα και παρά θεοίς και παρ’ ανθρώποις τοις νουν έχουσιν» (Κρίτων, κεφ. 12). Συνέχιζε δε με αυτό τον τρόπο μια παράδοση ελ­ληνική, που καταγράφηκε ήδη από τον Όμηρο, όταν και αυτός έλεγε: «ουδέν γλύκιον Πατρίδος» (Δεν υ­πάρχει τίποτε γλυκύτερο από την Πατρίδα). Το Έθνος μας οφείλει την ιστορική συνέχειά του στον πα­τριωτισμό του, που διαχέει όλη την χριστιανική πε­ρίοδό του, με μάρτυρα τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολό­γο, που επαναδιατύπωσε τον σωκρατικό λόγο, γρά­φοντας στην 37η επιστολή του: «Μητέρα τιμάν των ο­σίων, μήτηρ δε άλλη μεν άλλου. Κοινή δε πάντων μήτηρ Πατρίς» (Είναι ιερό να τιμάμε την μητέρα μας, (και) ο καθένας έχει την δική του μητέρα. Αλλά κοι­νή μητέρα όλων είναι η Πατρίδα).
Η ενιαία αυτή στάση ζωής του Ελληνισμού δια­χρονικά παράγει ανά τους αιώνες την ελληνική εκδο­χή του ολοκαυτώματος, ως ολοκληρωμένης θυσίας, ό­χι παθητικά, αλλά ενεργητικά και εκούσια. Από τον Λεωνίδα μέχρι τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και τον Αθανάσιο Διάκο ή τον Αυξεντίου παρεμβάλλονται το Κούγκι, το Αρκάδι, η Αραπίτσα. Είναι τα δικά μας ο­λοκαυτώματα, ανυπέρβλητα πρότυπα φιλοπατρίας και αυτοθυσίας. Είναι στην φύση πια του Έλληνα να μην μπορεί ποτέ, στην αντιμετώπιση του όποιου εισβολέα, να αναρωτηθεί: «γιατί»! Και αυτό διότι με­τά το του Αισχύλου: «Ίτε παίδες Ελλήνων, ελευθερούτε Πατρίδα ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θε­ών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων νυν υπέρ πάντων αγών» (Πέρσαι, 402-405), στα ώτα των Ελλή­νων μαχητών ηχεί και ο λόγος του Χριστού μας: «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ιωάν. 15, 13): («μεγαλύτερη αγάπη δεν υπάρχει από την αυτοθυσία υπέρ των φίλων του»).
2. Η ελληνική φιλοπατρία όμως συνδέεται άμεσα με την φιλελευθερία, όπως επιγραμματικά παραδόθη­κε στους αιώνες από τον Περικλή: «…εύδαιμον το ε­λεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον κρίνοντες» («ευδαιμονία είναι η ελευθερία και ελευθερία είναι η γενναιότητα». Επιτ. Θουκυδίδου Ιστορία Β’, 43). Η αρχαιοελληνική αυτή αντίληψη της ελευθερίας ανα­διατυπώνεται αδιάκοπα, στο φως της Χάρης του Τρια­δικού Θεού, μέσα στο σώμα του Ιησού Χριστού, την Εκκλησία. Ελευθερία κατά την ελληνορθόδοξη συ­νείδηση είναι η φυσική κατάσταση υπάρξεως του άν­θρωπου (το «κατά φύσιν») και πραγματώνεται ως άμε­ση κοινωνία με τον Θεό, στην καρδιά, το κέντρο της υπάρξεως. Είναι το «μένειν ἐν τῇ ἀγάπῃ του Χριστού» (Ιωάν. 15, 0). Η ενοίκηση και παρουσία της άκτιστης Χάρης του Θεού στον άνθρωπο (κοινωνία με τον Θεό-θέωση) συνιστά ελληνοχριστιανικά το γεγονός της εσωτερικής ελευθερίας, μέσα στην καρδιά, που εί­ναι και η προϋπόθεση κάθε εξωτερικής θεόνομης ε­λευθερίας.
Στην ελληνορθόδοξη παράδοση, εξ άλλου, η ελευ­θερία πραγματώνεται μέσα στο πλαίσιο του θελήμα­τος του Θεού, όχι μόνον ως προσωπική, αλλά και ως κοινωνική και εθνική ελευθερία. Εδώ ακριβώς συναν­τώνται ιστορικά Ελληνισμός και Χριστιανισμός, στην θεολογική νοηματοδότηση της ελευθερίας. Η κοινωνική και εθνική ελευθερία είναι εναρμόνιση των επί μέρους προσωπικών ελευθεριών, που εκφράζεται ως ομοψυχία, ομοκαρδία. Είναι το «ομοθυμαδόν» των Πράξεων των Αποστόλων (2, 1). Η εθνική ελευ­θερία είναι έννοια θεολογική, όχι απλά θρησκευτική. Διότι η αγιοπνευματική καρδιακή ενότητα των επί μέ­ρους προσώπων παράγει την δυνατότητα αρμονικής συνυπάρξεως και κοινής ενεργείας. «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ», έλεγε ο Απ. Παύλος (Φιλιπ. 4, 13). Αυτό είναι το προαπαιτούμενο και στην περίπτωση της συλλογικής-εθνικής αντιμετώπι­σης των εισβολέων. Το ΟΧΙ λ.χ. του Ιωάννου Μετα­ξά, στρατηγού και αυτού, εξέφραζε σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της γης την ενιαία βούληση του Ελληνι­κού Έθνους την στιγμή εκείνη και σ’ αυτό οφείλεται το θαύμα του Στράτου μας στο Έπος του 1940/41. Έτσι νοείται ελληνορθόδοξα η ενότητα στο ένα σώμα, το Γένος ή το Έθνος, αλλά και ο αγώνας για την α­πρόσκοπτη συνέχεια του ή την αποκατάστασή του. Ελληνορθόδοξα μόνο μια μορφή ένοπλου αγώνα βρί­σκει δικαίωση, ο αμυντικός η απελευθερωτικός. Και είναι γεγονός, τεκμηριωμένο ιστορικά, ότι το Έθνος μας δεν είχε ποτέ στην ιστορία του κατακτητικούς -ιμπεριαλιστικούς πολέμους.
3. Η ελληνορθόδοξη κοινωνία διέσωσε στην δια­χρονική πορεία της αναλλοίωτα το νοήματα της φιλο­πατρίας και της φιλελευθερίας. Συστατικό δε της ου­σίας της αναφαίρετο είναι η ισόρροπη ιεράρχηση της ιστορικής Πατρίδας στην αιώνια Πατρίδα. Αυτό συν­οψίζει και κωδικοποιεί ο μεγάλος φωτιστής του δού­λου Γένους, Πατροκοσμάς ο Αιτωλός, λέγοντας: «Η πατρίδα μου η ψεύτικη, η γήινη και ματαία, είναι από του Αγίου Άρτης και από την επαρχίαν Απόκουρον… Ημείς, Χριστιανοί μου, δεν έχομεν εδώ (μόνι­μη) πατρίδα» (πρβλ. Εβρ. 13, 14). Διά τούτο και ο Θε­ός μας έβαλε τον νουν εις το επάνω μέρος, διά να στοχαζώμεθα πάντοτε την ουράνιον βασιλείαν, την αληθινήν πατρίδα μας». Αυτό εννοούσε και ο Αλέξαν­δρος Υψηλάντης, τιτλοφορώντας την επαναστατική Προκήρυξη του (1821): «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», αλλά και ο στρατηγός Θεόδωρος Κολοκο­τρώνης, όταν έλεγε στους μαθητές του Γυμνασίου Αθηνών στην Πνύκα: «Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος».
Με αυτό το φρόνημα μέχρι σήμερα οι Ένοπλες Δυνάμεις μας μετέχουν στους εθνικούς μας αγώνες, ζώντας μέσα σε ένα συνεχές θαύμα και πραγματο­ποιώντας θαυμαστά κατορθώματα, μεγαλειώδη υπο­δείγματα προς όλους τους Λαούς της γης, που αναγ­κάσθηκαν να ομολογούν, ότι «οι ήρωες πολεμούν ως Έλληνες»! Οι ελληνορθόδοξες μάλιστα ρίζες του πα­τριωτικού μας φρονήματος οδήγησαν σε μία πραγμα­τικότητα, που μόνον η ελληνική ψυχή μπορεί να κα­τανοήσει και ερμηνεύσει. Είναι η αστασίαστη και α­διάκοπη συμμετοχή και του Ράσου στους εθνικούς μας ένοπλους αγώνες.
4. Στους χριστιανικούς πληθυσμούς του Τρίτου λεγομένου Κόσμου συνδέθηκε, τον 20ον αιώνα, ο α­γώνας εναντίον της καταθλιπτικής αποικιοκρατίας με μία επαναστατική θεολογία, που συνοψίζεται στις α­κόλουθες θέσεις: Η έλευση της βασιλείας του Θεού συμβαδίζει με την πρόοδο της κοινωνικής δικαιοσύ­νης στην Γη, εξασφαλιζόμενη με την ενεργό συμμετο­χή των Χριστιανών στα επαναστατικά και απελευθε­ρωτικά κινήματα. Η θεολογία αυτή, όπως δηλώνουν τα ονόματα της («Θεολογία της απελευθερώσεως»-Liberation’s Theology, «Θεολογία της επαναστάσεως» η «Μαύρη Θεολογία» (στην Αφρική) και «Θεολογία των πτωχών»), εφευρέθηκε, για να δικαιωθεί χριστια­νικά στην Δύση η συμμετοχή και του Κλήρου στους επαναστατικούς αγώνες.
Σ’ αντίθεση όμως με την Δυτική Χριστιανοσύνη, που είδε με φανερή καχυποψία τα κινήματα αυτά, κα­τηγορώντας τα ως μαρξιστικά, όλοι οι δικοί μας απε­λευθερωτικοί και αμυντικοί αγώνες, με κορυφαίο εκεί­νον του 1821, έγιναν από την πρώτη στιγμή υπόθεση της Εκκλησίας, δηλαδή του Ράσου και η συμμετοχή των Κληρικών κάθε βαθμίδος σ’ αυτούς, θεωρήθηκε εξ αρχής (4ος αιώνας στο Βυζάντιο-Ρωμανία) αυτο­νόητη και αστασίαστη. Το ερώτημα είναι: Γιατί;
Στην ελληνορθόδοξη ιστορική διάρκεια ποτέ δεν παραθεωρήθηκε η θεία εντολή της θυσίας του Ποιμέ­να υπέρ των προβάτων του (Ιωαν. 10, 12-13). Ήδη δε μέ­σα στην αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, το «Βυζά­ντιο», όπως μας έμαθαν να το λέμε, οι Κληρικοί υπήρ­ξαν πρωταγωνιστές στον αγώνα υπέρ της πατρίδος και της ελευθερίας της και αυτό συνεχίζεται μέχρι σήμε­ρα. Πρέπει, μάλιστα, να υπογραμμισθεί το γεγονός, ό­τι το πρόβλημα για τον ελληνορθόδοξο Κλήρο δεν εί­ναι η συμμετοχή του ή μη στους εθνικούς αγώνες, άλ­λα ο υπερτονισμός συχνά και από εμάς τους Κληρι­κούς της ιστορικής διαστάσεως του Έθνους και ο κίν­δυνος μεταβολής της Ορθοδοξίας σε απλό διάκονο ενδοκοσμικών στοχοθεσιών και προτεραιοτήτων. Οπότε, αίρεται η «ισόρροπη ιεράρχηση», για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως. Η βασική αποστολή του ορ­θοδόξου Κλήρου είναι η αποκατάσταση της ελεύθε­ρης κοινωνίας του ανθρώπου με τον Τριαδικό Θεό μέ­σα στην καρδιά του ανθρώπου, με τον αγιοπνευματικό αγώνα. Η θεραπεία της καρδιάς γίνεται με θεραπευτές και ιατρούς, σ’ αυτή την διαδικασία, τους Κληρικούς. Η συμμετοχή στους εθνικούς αγώνες, ενόπλως μάλι­στα, είναι επιλογή του ιδίου του Κλήρου, που έφθασε στην θαυμαστή αυτή αυθυπέρβαση, από αγάπη προς την Πατρίδα και την ελευθερία της, κατά τον λόγο του Αποστόλου Παύλου: «ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν» (θα ευχόμουν να χωριστώ εγώ από τον Χριστό για χά­ρη των αδελφών μου. Ρωμ. 9, 3).
5. Γι’ αυτό στην ελληνορθοδοξία δεν απαιτήθηκε κάποια Θεολογία απελευθερώσεως η επαναστάσεως, διότι η ορθόδοξη παράδοση είναι μόνιμα φιλελεύθε­ρη και επαναστατική, ως αναστατική, δηλαδή ανα­στάσιμη. Ο Ορθόδοξος Κλήρος και στην ειρήνη και στον πόλεμο επιτελεί έργο απελευθερωτικό: Στην πε­ρίοδο της ειρήνης, ελευθερώνοντας την καρδιά των πιστών από την δουλεία των παθών, και στον πόλεμο, ελευθερώνοντας την Πατρίδα από την απειλή της υποδουλώσεώς της. Η εκκλησιαστική λατρεία αναρριπίζει συνεχώς την συνείδηση και το ιδανικό της ελευ­θερίας, σε σημείο που ο αναστάσιμος χαιρετισμός «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ» να συνοδεύεται, στην περίοδο της μακρόσυρτης δουλείας μας, με το: «ΚΑΙ Η ΕΛ­ΛΑΣ ΑΝΕΣΤΗ!» Στη νοοτροπία του ελληνορθόδοξου ο Θεός ταυτίσθηκε με την επανάσταση, ως εθνική α­νάσταση, και η Ορθοδοξία με την ελευθερία. Έτσι, ο Κληρικός που κρατεί στο ένα χέρι το καριοφίλι και στο άλλο το άγιο Ποτήριο με την θεία Μετάληψη, ή ο μοναχός που βγάζει το ράσο για να ντυθεί την φουστανέλλα, έγιναν η συνηθέστερη εικόνα του ’21, όπως ακόμη και οι Ναοί και τα Μοναστήρια μέχρι την ε­θνική αντίσταση μεταβάλλονταν σε τόπους «μυστικοσυμβουλίων» των Αγωνιστών ή σε αποθήκες πυρο­μαχικών, αλλά και σε μόνιμα καταφύγια των Αγωνι­στών μας.
6. Ο Ελληνισμός σύσσωμος δεν θα παύσει ποτέ να φυλάει Θερμοπύλες, αγωνιζόμενος για σύνορα, έ­στω και μέσα στο καταλυτικό πνεύμα της Νέας Επο­χής, που ανανοηματοδοτεί ακόμη και την έννοια της ε­θνικής άμυνας και την παραδοσιακή αντίληψη περί συνόρων. Τα σύνορα σήμερα είναι ψυχικά και όχι γεω­γραφικά, διότι στην ψυχή μας διακυβεύεται η ιστορι­κή μας ύπαρξη και η συνέχεια του πολιτισμού μας. Γι’ αυτό τίποτε δεν χρειάζεται περισσότερο το Έθνος σή­μερα από το ελληνορθόδοξο φρόνημα του, ως μόνιμη πηγή ηρωισμού και αυτοθυσίας. Σ’ αυτόν τον αγώνα οι Ένοπλες Δυνάμεις μας θα έχουν πάντα συναγωνιστή και συμπαραστάτη τον Κλήρο, που διασώζει και σήμε­ρα την καθαρότερη ίσως μορφή πατριωτισμού και φιλελευθερίας. Είναι δε ευχής έργο, ότι ο ν. 590/1977, ως απόρροια του Συντάγματος μας, που είναι και ο Κατα­στατικός Χάρτης της Εκκλησίας μας, με το άρθρο 2, κατοχυρώνει την συνεργασία και συναλληλία Πολι­τείας και Εκκλησίας και στον χώρο των Ένοπλων Δυ­νάμεων, με την ύπαρξη σ’ αυτές «Θρησκευτικής Υπη­ρεσίας». Έκφραση αυτής της ζώσας σχέσης ας θεωρη­θεί και η τιμητική γι’ αυτόν πρόσκληση ενός Ελλη­νορθόδοξου Κληρικού να σας μιλήσει απόψε.


ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ”


ΑΠΟ: ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ-ΕΛΛΑΔΑ