ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ συνοικία τοῦ Μακρυγιάννη τὴν ξέρουν ὅλοι οἱ Ἀθηναῖοι. Τὴ δράση τοῦ ἀγωνιστῆ τοῦ 1821, τοῦ πρωτεργάτη τῆς Γ´ Σεπτεμβρίου καὶ τοῦ κατάδικου τῶν στρατοδικείων τοῦ Ὄθωνα, τὴν ξέρουν ὅσοι μελέτησαν τὰ χρονικὰ τῆς Ἐπανάστασης καὶ τῆς βαυαροκρατίας. Εἶναι ὅμως λιγοστοὶ ἐκεῖνοι ποὺ πρόσεξαν πὼς ὁ Μακρυγιάννης μας ἄφησε ἕνα πολὺ σημαντικὸ βιβλίο -τὴν ἱστορία τῆς ζωῆς του- ἴσως ἐπειδὴ ἦταν ἕνας ἀγράμματος.
Τὸν Μακρυγιάννη τῶν Ἀπομνημονευμάτων τὸν ἀγάπησαν πραγματικὰ μερικοὶ νέοι ποὺ ἄρχισαν νὰ δημοσιεύουν ὕστερα ἀπὸ τὴ μικρασιατικὴ καταστροφή. Δὲ νομίζω πὼς θὰ γελαστῶ πολὺ ἂν προσθέσω πὼς ἡ φωνὴ τοῦ μπαίνει δειλὰ καὶ ψιθυριστὰ στὴν ἑλληνικὴ ζωὴ ἀνάμεσα στὰ 1925 καὶ στὰ 1935. Κι αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ φανεῖ στὸ πλατὺ κοινό. Οἱ νέοι ποὺ μεγάλωσαν στὸν περασμένο παγκόσμιο πόλεμο καὶ ἦταν ἀκόμη στὴν ἀκμὴ τῆς ἡλικίας τοὺς ὅταν ἄρχισε ἡ σημερινὴ κρίση, δὲν πρόφτασαν οὔτε τὸ ἔργο τους νὰ ὡριμάσουν οὔτε νὰ ἀποκαταστήσουν τὴ δική τους ἱεραρχία πνευματικῶν ἀξιῶν ὅπως τὴν ἤθελαν. Καὶ ὅμως εἶναι γνωστὸ σὲ ὅσους ἐνδιαφέρθηκαν νὰ παρακολουθήσουν τὰ ἑλληνικὰ ρεύματα στὰ μεσοπολεμικὰ ἐκεῖνα χρόνια, πὼς μὲ τὴ μικρασιατικὴ καταστροφὴ ἀρχίζει στὸν τόπο μας μία περίοδος ἰδεολογικῶν ἰσολογισμῶν καὶ μετατροπῶν ποὺ μπορεῖ νὰ παραβληθεῖ μὲ τὴν περίοδο, τῆς ἀναμόρφωσης ποὺ ἀκολούθησε τὸν πόλεμο τοῦ ῾97. Τὶς προσπάθειες αὐτὲς τὶς σκέπασε ἢ τὶς ἑτοιμάζει ὀξύτερες ὁ σημερινὸς ἀγῶνας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Μακρυγιάννης, ποὺ βρῆκε μία φορὰ τὸ δρόμο τῆς καρδιᾶς τῶν νέων, θὰ πρέπει νὰ περιμένει νὰ καθαρίσει πάλι ὁ οὐρανὸς γιὰ νὰ πάρει τὴ θέση ποὺ τοῦ ἀξίζει.
Αἰσθάνομαι -καὶ πιστεύω πὼς τὸ αἰσθανόσαστε καὶ σεῖς -ὅτι μὲ τέτοιες συνθῆκες μου εἶναι δύσκολο, μέσα στὸ διάστημα μίας σύντομης ὁμιλίας, νὰ σᾶς πείσω γιὰ τὴ σημασία τοῦ βιβλίου τοῦ Μακρυγιάννη, ἢ τουλάχιστο νὰ σᾶς δείξω τὸ μονοπάτι ποὺ ἀκολούθησα γιὰ νὰ νιώσω ἕνα τόσο ἀγνοημένο ἔργο. Εἶμαι, μὲ κάποιον τρόπον, ὁ πρῶτος μάρτυρας ποὺ ἀκοῦτε γιὰ μίαν ἄγνωστη ὑπόθεση. Ἔτσι θὰ ἤθελα νὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ προσέξετε χωρὶς προκατάληψη τὶς λίγες περικοπὲς ποὺ θὰ σᾶς διαβάσω ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Μακρυγιάννη καὶ νὰ μοῦ δώσετε τὴν καλή σας προαίρεση.
Ὡστόσο ὑπάρχει κάτι ποὺ μοῦ ἀλαφραίνει τὴν καρδιά, τώρα ποὺ καταπιάνομαι νὰ διατυπώσω τὴν ἰδέα μου γιὰ αὐτὴ τὴν ἰδιότυπη συγγραφή. Ἐσεῖς ποὺ εἴχατε τὸ ἐνδιαφέρον νὰ ῾ρθεῖτε νὰ μ᾿ ἀκούσετε, μοῦ δίνετε τὴν εὐκαιρία νὰ ξεπληρώσω ἕνα παλιὸ χρέος ποὺ μὲ βαραίνει ἀπὸ χρόνια. Ἀπὸ τὰ ῾26, ποὺ ἔπεσαν στὰ χέρια μου τὰ Ἀπομνημονεύματα, ὡς τὰ σήμερα, δὲν πέρασε μῆνας χωρὶς νὰ ξαναδιαβάσω λίγες σελίδες τους, δὲν πέρασε ἑβδομάδα χωρὶς νὰ συλλογιστῶ αὐτὴ τὴν τόσο ζωντανὴ ἔκφραση. Μὲ συντρόφεψαν σὲ ταξίδια καὶ σὲ περιπλανήσεις, μὲ φώτισαν ἢ μὲ παρηγόρησαν σὲ χαρούμενες καὶ σὲ πικρὲς στιγμές. Στὸν τόπο μας, ὅπου εἴμαστε τόσο σκληρὰ κάποτε αὐτοδίδακτοι, ὁ Μακρυγιάννης στάθηκε ὁ πιὸ ταπεινὸς ἀλλὰ καὶ ὁ πιὸ σταθερὸς διδάσκαλός μου.
Πίστευα πάντα πὼς θὰ βρισκότανε κάποια εὐκαιρία νὰ τοῦ δώσω ἕνα μικρὸ δεῖγμα τῆς εὐγνωμοσύνης μου. Κατὰ παράξενη σύμπτωση, τὴν εὐκαιρία μου τὴ δίνετε σεῖς· μοῦ τὴ δίνει τὸ ἑλληνικὸ στρατόπεδο τῆς Μέσης Ἀνατολῆς· μοῦ τὴ δίνουν οἱ Ἕλληνες τῆς Αἰγύπτου. Σὲ μία στιγμὴ ποὺ κοιτάζουμε καὶ συλλογιζόμαστε καὶ προσπαθοῦμε νὰ διακρίνουμε τὸ πεπρωμένο τοῦ ἑλληνισμοῦ μέσα ἀπὸ τὴν καταιγίδα καὶ πέρα ἀπὸ τὴν πλατιὰ στροφὴ ποὺ κάνει στὰ χρόνιά μας ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου -ποιὸς ξέρει, μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἕνα κρυφὸ νόημα σ᾿ αὐτὴ τὴ σύμπτωση. Στοὺς καιρούς μας ὅπου ὁ ἀγῶνας, τὸ αἷμα, ὁ πόνος καὶ ἡ δίψα τῆς δικαιοσύνης ἀπογυμνώνει τὶς ψυχὲς ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα ναρκωτικὰ καὶ τὶς φρεναπάτες· ὅπου ὁ ἄνθρωπος γυρεύει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὸ καθαρό, τὸ στέρεο καὶ τὴ συμπάθεια -εἶναι σωστὸ νὰ μιλοῦμε γιὰ τέτοιους ἀνθρώπους ὅπως ὁ Μακρυγιάννης. Ἀκοῦστε τὸν:
«Κι ὅσα σημειώνω τὰ σημειώνω γιατί δὲν ὑποφέρω νὰ βλέπω τὸ ἄδικο νὰ πνίγει τὸ δίκιο. Γιὰ κεῖνο ἔμαθα γράμματα στὰ γεράματα καὶ κάνω αὐτὸ τὸ γράψιμο τὸ ἀπελέκητο, ὅτι δὲν εἶχα τὸν τρόπον ὄντας παιδὶ νὰ σπουδάξω: ἤμουν φτωχὸς κι ἔκανα τὸν ὑπηρέτη καὶ τιμάρευα ἄλογα, κι ἄλλες πλῆθος δουλειὲς ἔκανα, νὰ βγάλω τὸ πατρικό μου χρέος ποὺ μᾶς χρέωσαν οἱ χαραμῆδες, καὶ νὰ ζήσω κι ἐγὼ σὲ τούτη τὴν κοινωνία, ὅσο ἔχω τ᾿ ἀμανέτι τοῦ Θεοῦ στὸ σῶμα μου. Κι ἀφοῦ ὁ Θεὸς θέλησε νὰ κάμει νεκρανάσταση στὴν Πατρίδα μου, νὰ τὴ λευτερώσει ἀπὸ τὴν τυραγνία τῶν Τούρκων, ἀξίωσε κι ἐμένα νὰ δουλέψω κατὰ δύναμη, λιγότερον ἀπὸ τὸν χερότερο πατριώτη μου Ἕλληνα. Γράφουν σοφοὶ ἄντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι, καὶ ξένοι διαβασμένοι γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Ἕνα πρᾶμα μόνο μὲ παρακίνησε κι ἐμένα νὰ γράψω: ὅτι τούτη τὴν πατρίδα τὴν ἔχομεν ὅλοι μαζί, καὶ σοφοὶ κι ἀμαθεῖς, καὶ πλούσιοι καὶ φτωχοί, καὶ πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοί, καὶ οἱ πλέον μικρότεροι ἄνθρωποι. Ὅσοι ἀγωνιστήκαμεν, ἀναλόγως ὁ καθείς, ἔχομεν νὰ ζήσομεν ἐδῶ. Τὸ λοιπὸν δουλέψαμεν ὅλοι μαζὶ νὰ τὴ φυλᾶμε κι ὅλοι μαζί, καὶ νὰ μὴ λέγει οὔτε ὁ δυνατὸς «ἐγώ», οὔτε ὁ ἀδύνατος. Ξέρετε πότε νὰ λέγει ὁ καθεὶς «ἐγώ»; ὅταν ἀγωνιστεῖ μόνος του καὶ φκιάσει ἢ χαλάσει, νὰ λέγει «ἐγώ»· ὅταν ὅμως ἀγωνίζονται πολλοὶ καὶ φκιάνουν, τότε νὰ λένε «ἐμεῖς». Εἴμαστε στὸ «ἐμεῖς» κι ὄχι στὸ «ἐγώ». Καὶ στὸ ἑξῆς νὰ μάθομε γνώση, ἂν θέλομε νὰ φκιάσομε χωριὸ νὰ ζήσομε ὅλοι μαζί. Ἔγραψα γυμνὴ τὴν ἀλήθεια, νὰ ἰδοῦνε ὅλοι οἱ Ἕλληνες ν᾿ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν πατρίδα τους, γιὰ τὴ θρησκεία τους· νὰ ἰδοῦνε καὶ τὰ παιδιά μου καὶ νὰ λένε: «Ἔχομε ἀγῶνες πατρικούς, ἔχομε θυσίες -ἂν εἶναι ἀγῶνες καὶ θυσίες. Καὶ νὰ μπαίνουν σὲ φιλοτιμία καὶ νὰ ἐργάζονται στὸ καλό της πατρίδας τους, τῆς θρησκείας τους καὶ τῆς κοινωνίας- ὅτι θὰ εἶναι καλὰ δικά τους. Ὄχι ὅμως νὰ φαντάζονται γιὰ τὰ κατορθώματα τὰ πατρικά, ὄχι νὰ πορνεύουν τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ καταπατοῦν τὸ νόμο, καὶ
νά ῾χουν τὴν ἐπιρροὴ γιὰ ἰκανότη» (Β´ 463).
Ἔτσι τελειώνει τὸ χειρόγραφό του. Τὸ χειρόγραφο αὐτὸ τυπωμένο, πιάνει πάνω ἀπὸ 460 πυκνὲς σελίδες μεγάλου σχήματος. O Μακρυγιάννης τὸ ἀρχίζει στὶς 26 Φεβρουαρίου 1829, τριάντα δυὸ περίπου χρονῶ, στὸ Ἄργος, ὅπου τὸν βρίσκουμε «Ἀρχηγὸ τῆς ἐκτελεστικῆς δύναμης τῆς Πελοπόννησος καὶ Σπάρτης», εἴτε καταγράφοντας παλαιότερα γεγονότα, εἴτε σημειώνοντας γεγονότα παρόντα σὰν ἕνα ἡμερολόγιο. Περισσότερο ἀπὸ τὸ μισὸ εἶναι γραμμένο, ὡς φαίνεται, στὸ Ἄργος, ὡς τὰ 1832. Τὸ συνεχίζει στὸ Ναύπλιο καὶ στὴν Ἀθήνα ὡς τὰ 1840, ὅποτε τὸ κλείνει βιαστικὰ γιὰ νὰ τὸ κρύψει. Ἡ ἐξουσία ἔχει ὑποψίες ἐναντίον του. «Εἶχαν μεγάλην ὑποψίαν ἀπὸ μένα» σημειώνει «καὶ γύρευαν νὰ μοῦ ψάξουν τὸ σπίτι μου νὰ μοῦ βροῦνε γράμματα» (Β´ 346). Τὸ ἐμπιστεύεται λοιπὸν σ᾿ ἕνα κουμπάρο, ποὺ τὸ παίρνει στὴν Τῆνο. Στὰ 1844, ὕστερα δηλαδὴ ἀπὸ τὴ συνωμοσία γιὰ τὸ Σύνταγμα, ὅπου παίζει μεγάλο ρόλο, καὶ τὰ σεπτεμβριανά, πηγαίνει καὶ τὸ παίρνει· ἀντιγράφει τὶς σημειώσεις ποὺ κρατοῦσε στὸ ἀναμεταξὺ μὲ πολλὲς προφυλάξεις· «σημείωνα» μᾶς λέει «καὶ εἶχα ἕναν τενεκὲ καὶ τά ῾βανα μέσα καὶ τά ῾χωνα» -γράφει ὡς τὸν Ἀπρίλη τοῦ 1850, καὶ μετὰ ἕνα χρόνο περίπου τὸ συμπληρώνει μ᾿ ἕναν πρόλογο καὶ μ᾿ ἕναν ἀρκετὰ μακρὺ ἐπίλογο. Ἡ ἔξοχα μελετημένη ἔκδοση τοῦ Γιάννη Βλαχογιάννη, ἡ μοναδικὴ ποὺ ἔχουμε ὡς τὰ σήμερα, δημοσιεύτηκε στὰ 1907, ἀφοῦ πέρασε δηλαδὴ μισὸς αἰῶνας ποὺ τὸ πολύτιμο αὐτὸ κείμενο ἔμεινε χαμένο μέσα στ᾿ ἀπόλυτο σκοτάδι.
Ὁ Μακρυγιάννης ἦταν ἀγράμματος. Μολονότι ἔφτασε ὡς τὸ βαθμὸ τοῦ στρατηγοῦ, δὲ βαστοῦσε ἀπὸ τζάκι. Ἤτανε παιδὶ μίας φτωχῆς οἰκογένειας τσομπάνηδων καὶ γεωργῶν τῆς Ρούμελης. Νά πῶς μᾶς μεταδίνει ὁ ἴδιος τὴ γέννησή του:
«Ἡ πατρὶς τῆς γεννήσεώς μου εἶναι ἀπὸ τὸ Λιδορίκι· χωριὸ τοῦ Λιδορικιοῦ ὀνομαζόμενον Ἀβορίτη. [...] Οἱ γοναῖγοι μου πολὺ φτωχοί, καὶ ἡ φτώχεια αὐτήνη ἦρθε ἀπὸ τὴν ἁρπαγὴ τῶν ντόπιων Τούρκων καὶ τῶν Ἀρβανίτων τοῦ Ἀλήπασα. Πολυφαμελίτες οἱ γοναίγοι μου καὶ φτωχοί, καὶ ὅταν ἤμουνε ἀκόμα στὴν κοιλιὰ τῆς μητρός μου, μίαν ἡμέρα πῆγε γιὰ ξύλα στὸ λόγγο. Φορτώνοντας τὰ ξύλα στὸν ὦμο της, φορτωμένη στὸ δρόμο, στὴν ἐρημιά, τὴν ἔπιασαν οἱ πόνοι καὶ γέννησε ἐμένα. Μόνη της ἡ καημένη κι ἀποσταμένη, ἐκιντύνεψε κι αὐτήνη τότε κι ἐγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της καὶ συγυρίστη, φορτώθη λίγα ξύλα καὶ ἔβαλε καὶ χόρτα ἀπάνου στὰ ξύλα καὶ ἀπὸ πάνου ἐμένα καὶ πῆγε στὸ χωριό» (Β´ 11-12).
Δὲν εἶχε τοὺς τρόπους νὰ πάει σὲ δάσκαλο, μᾶς λέει. Ἤξερε λίγο γράψιμο, ἀλλὰ εἶναι ζήτημα ἂν μπόρεσε ποτὲ τοῦ νὰ διαβάσει ἄλλο τίποτε ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἴδια τοῦ γραφτά.
Ὁ γενναῖος Μακρυγιάννης πώποτε μὴ ἀναγνώσας θὰ τραγουδήσει ὁ Ἀλέξανδρος Σοῦτσος στὶς μέρες τῆς Γ´ Σεπτεμβρίου. Γιατὶ τὸ γράψιμό του εἶναι, σχεδὸν ὁλότελα, μία δική του ἐφεύρεση. «Γράψιμο ἀπελέκητο» τὸ ὀνομάζει. Δεκαεφτὰ μῆνες ἔβαλε ὁ Βλαχογιάννης γιὰ νὰ τὸ ξεδιαλύνει, νὰ τὸ ἀποκρυπτογραφήσει θά ῾πρεπε νὰ ποῦμε, καὶ νὰ τὸ ἀντιγράψει. Ὅταν ἀντικρίσει κανεὶς μία σελίδα τοῦ πυκνοῦ χειρογράφου καταλαβαίνει ἀμέσως τὸ γιατί. Φωνητικὴ ἀποτύπωση τῆς ρουμελιώτικης προφορᾶς μὲ ἰδιότροπα συμπλέγματα γραμμάτων, ποὺ μοιάζουν ἕνα ἀτέλειωτο ἀραβούργημα. Πουθενὰ διακοπή, παράγραφος ἢ στίξη. Κάποτε μόνο μία κάθετη γραμμὴ δείχνει ἕνα σταμάτημα. Τὸ κατεβατὸ μοιάζει σὰν κάτι παλιοὺς τοίχους πού, κοιτάζοντάς τους, θαρρεῖς πὼς συλλαβίζεις τὴν κάθε κίνηση τοῦ χτίστη, ποὺ συναρμολόγησε τὴν ἀμέσως ἑπόμενη πέτρα μὲ τὴν προηγούμενη, τὴν ἀμέσως ἑπόμενη προσπάθεια μὲ τὴν προηγούμενη, ἀποτυπώνοντας πάνω στὴν τελειωμένη οἰκοδομὴ τὶς περιπέτειες μίας ἀδιάσπαστης ἀνθρώπινης ἐνέργειας -αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ποὺ μᾶς συγκινεῖ καὶ λέγεται ὕφος ἢ ρυθμός. Στὸ γράψιμο τοῦ Μακρυγιάννη, ποὺ εἶναι ἀδιάβαστο γιὰ τὸν ἀπροειδοποίητο ἀναγνώστη, συλλαβίζεις, πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὶς λέξεις, τὴν ἐπίμονη βούληση τοῦ συγγραφέα νὰ ζωγραφίσει στὸ χαρτὶ τὸν ἑαυτό του.
Στὸ Ἄργος, ὁ Μακρυγιάννης, «γιὰ νὰ μὴν τρέχει στοὺς καφενέδες», παρακαλοῦσε τὸν ἕνα καὶ τὸν ἄλλο φίλο νὰ τοῦ μάθουν κάτι περισσότερο ἀπὸ τὰ γράμματα ποὺ ἤξερε, καὶ ποὺ δὲν ἦταν οὔτε κὰν τὰ κολλυβογράμματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Αἰσθάνεται συχνὰ πολὺ ταπεινὸς γιὰ τὴν ἀμάθειά του: «Δὲν ἔπρεπε νὰ ἔμπω σ᾿ αὐτὸ τὸ ἔργον ἕνας ἀγράμματος, νὰ βαρύνω τοὺς τίμιους ἀναγνῶστες καὶ μεγάλους ἄντρες καὶ σοφούς της κοινωνίας...» σημειώνει ἀρχίζοντας νὰ γράφει τὴ ζωή του. «Εἶμαι ἕνας ἀγράμματος καὶ δὲν μπορῶ νὰ βαστήσω σειρὰ ταχτικὴ στὰ γραφόμενα...» ἐπιμένει πάλι. Ζητᾷ συγγνώμη γιατὶ «ἔλαβε ὡς ἄνθρωπος αὐτήνη τὴν ἀδυναμία». Τέτοια πράγματα πρέπει νὰ τὰ γράφουνε «προκομμένοι κι ὄχι ἁπλοὶ ἀγράμματοι». Καὶ οἱ ἄλλοι, οἱ σπουδασμένοι, τὸν κοιτάζουν φυσικὰ ἀπὸ τὰ ὕψη. «Οὐδ᾿ ἐγὼ γνωρίζω νὰ στρέφω τὴν σπάθην, οὐδ᾿ αὐτὸς τὴν γλῶσσαν» θὰ τονίσει πάλι ὁ χαρακτηριστικὸς Σοῦτσος, «καλὸν λοιπὸν ἕκαστος ἡμῶν νὰ δίδεται εἰς ὅ,τι ἐπιτυγχάνει». Ἀλλὰ ἡ πατρίδα «ζημιώθη, διατιμήθη, καὶ ὅλο σ᾿ αὐτὸ κατανταίνει, ὅτι μᾶς ἧβρε ὅλους θερία», θρησκευτικοὺς καὶ πολιτικοὺς καὶ μᾶς τοὺς στρατιωτικοὺς -βασανίζεται ὁ Μακρυγιάννης- καὶ εἶναι «πατρίδα γενική, τοῦ καθενοῦ». Γι᾿ αὐτὸ πρέπει καὶ ὁ προκομμένος νὰ φωνάζει τὴν ἀλήθεια καὶ ὁ ἁπλός. Φανερὰ λοιπὸν ὁ Μακρυγιάννης θὰ ἤθελε νὰ εἶχε τοὺς τρόπους νὰ μάθει γράμματα. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τὸν μειώνει, δὲν τοῦ δημιουργεῖ κανένα σύμπλεγμα κατωτερότητας, ὅπως θὰ λέγαμε. Αἰσθάνεται, καὶ μᾶς κάνει νὰ τὸ αἰσθανόμαστε μαζί του, πὼς εἶναι ἄνθρωπος ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ χάρισε τὴ λαλιά, αὐτὸ τὸ δῶρο ποὺ κανεὶς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τοῦ τὸ ἀφαιρέσει. Ὅπου βρεθεῖ, στὸ παλάτι ἢ στὴν καλύβα, μιλάει σταράτα, μιλάει μὲ ἀσφάλεια. Καὶ ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχει ἔμφυτη μέσα τοῦ αὐτὴ τὴν ἀσφάλεια τῆς ἔκφρασης, μπορεῖ καὶ διατυπώνεται μὲ χρῶμα καὶ μὲ ἀποχρώσεις, μὲ τόνο καὶ μὲ ρυθμό. Ἔχω τὴν ἐντύπωση πὼς ὁ φιλόλογος ποὺ θὰ ἤθελε νὰ κάνει κάποτε τὴν κριτικὴ τῆς δύσκολης μεταγραφῆς τοῦ κειμένου τοῦ Μακρυγιάννη, θὰ ἔπρεπε, πρὶν ἀπ᾿ ὅλα, νὰ στηρίξει τὴν ἐργασία του στὴν ἀκουστικὴ ἀντίληψή του.
Ὁ Μακρυγιάννης σέβεται τὴ μόρφωση -«ὡς λιοντάρι πολεμοῦσε καὶ ὡς φιλόσοφος ὁδηγοῦσε» θὰ πεῖ γιὰ τὸν πρῶτο του ἀρχηγό, τὸ Γῶγο. Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸν ἐμποδίζει καθόλου νὰ ἐκφράσει τὴν ἀντίδρασή του γιὰ ἕνα λογιότατο καὶ γιὰ τὴν προγονοκαπηλεία:
«Ἐβάλετε καὶ νέον ἀρχηγὸ στὸ φρούριο τῆς Κόρθος» γράφει μιλώντας στοὺς πολιτικοὺς τῆς ἐποχῆς. «Ἀχιλλέα τὸν ἔλεγαν, λογιότατο. Κι ἀκούγοντας τ᾿ ὄνομα Ἀχιλλέα, παντυχαίνετε ὅτ᾿ εἶναι ἐκεῖνος ὁ περίφημος Ἀχιλλέας. Καὶ πολέμαγε τ᾿ ὄνομα τοὺς Τούρκους. Δὲν πολεμάγει τ᾿ ὄνομα ποτέ, πολεμάγει ἡ ἀντρεία, ὁ πατριωτισμὸς ἡ ἀρετή. Κι ὁ Ἀχιλλέας ὁ δικός σας, ὁ φρούραρχος τῆς Κόρθος, λεβέντης ἦταν, «Ἀχιλλέγα» τὸν ἔλεγαν. Εἶχε καὶ τὸ κάστρο ἐφοδιασμένο ἀπὸ τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου, εἶχε καὶ τόσο στράτεμα. Ὅταν εἶδε τοὺς Τούρκους τοῦ Δράμαλη ἀπὸ μακριὰ -καὶ ἦταν καὶ καταπολεμισμένος ἀπὸ Ρούμελη, ἀπὸ Ντερβένια- βλέποντάς τον ὁ Ἀχιλλέας ἄφησε τὸ Κάστρο κι ἔφυγε, ἀπολέμιστο. Νὰ ἦταν ὁ Νικήτας, ἔφευγε; ὁ Χατζηχρῆστος καὶ οἱ ἄλλοι; Ὄχι βέβαια. Ὅτι τὸν καρτέρεσαν αὐτοὶ τὸ Δράμαλη στὸν κάμπο καὶ τὸν ἀφάνισαν· ὄχι σ᾿ ἐφοδιασμένο κάστρο, καὶ σὰν τὸ κάστρο τῆς Κόρθος» (Β´ 59).
Τὰ γράμματα εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ εὐγενικὲς ἀσκήσεις κι ἀπὸ τοὺς πιὸ ὑψηλοὺς πόθους τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ παιδεία εἶναι ὁ κυβερνήτης τοῦ βίου. Κι ἐπειδὴ οἱ ἀρχὲς αὐτὲς εἶναι ἀληθινές, πρέπει νὰ μὴν ξεχνοῦμε πὼς ὑπάρχει μία καλῇ παιδεία -ἐκείνη ποὺ ἐλευθερώνει καὶ βοηθᾷ τὸν ἄνθρωπο νὰ ὁλοκληρωθεῖ σύμφωνα μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μία κακὴ παιδεία -ἐκείνη ποὺ διαστρέφει καὶ ἀποστεγνώνει καὶ εἶναι μία βιομηχανία ποὺ παράγει τοὺς ψευτομορφωμένους καὶ τοὺς νεόπλουτούς της μάθησης, ποὺ ἔχονν τὴν ἴδια κίβδηλη εὐγένεια μὲ τοὺς νεόπλουτούς του χρήματος. Ἂν ὁ Μακρυγιάννης μάθαινε γράμματα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, πολὺ φοβοῦμαι πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, γιατὶ τὴν παιδεία τὴν κρατοῦσαν στὰ χέρια τοὺς οἱ «τροπαιοῦχοι του ἄδειου λόγου», καθὼς εἶπε ὁ ποιητής, ποὺ δὲν ἔλειψαν ἀκόμη. Δὲν ἐπαινῶ τὸν Μακρυγιάννη γιατὶ δὲν ἔμαθε γράμματα, ἀλλὰ δοξάζω τὸν πανάγαθο Θεὸ ποὺ δὲν τοῦ ἔδωσε τὰ μέσα νὰ τὰ μάθει. Γιατὶ ἂν εἶχε πάει σὲ δάσκαλο, θὰ εἴχαμε ἴσως πολλὲς φορὲς τὸν ὄγκο τῶν Ἀπομνημονευμάτων σὲ μία γλῶσσα, ὅλο κουδουνίσματα καὶ κορδακισμούς· θὰ εἴχαμε ἴσως περισσότερες πληροφορίες γιὰ τὰ ἱστορικὰ τῶν χρόνων ἐκείνων, θὰ εἴχαμε ἴσως ἕνα Σοῦτσο τῆς πεζογραφίας, ἀλλὰ αὐτὴ τὴν ἀστέρευτη πηγὴ ζωῆς, ποὺ εἶναι τὸ βιβλίο τοῦ Μακρυγιάννη, δὲ θὰ τὴν εἴχαμε. Καὶ θὰ ἦταν μεγάλο κρῖμα. Γιατὶ ἔτσι ὅπως μᾶς φανερώνεται ὁ Μακρυγιάννης, βλέπουμε ὁλοκάθαρα πὼς ἂν καὶ ἀγράμματος, δὲν ἦταν διόλου ἕνας ὀρεσίβιος ἀκαλλιέργητος βάρβαρος. Ἦταν ἀκριβῶς τὸ ἐναντίον: ἦταν μία ἀπὸ τὶς πιὸ μορφωμένες ψυχὲς τοῦ ἑλληνισμοῦ. Καὶ ἡ μόρφωση, ἡ παιδεία ποὺ δηλώνει ὁ Μακρυγιάννης, δὲν εἶναι κάτι ξέχωρο ἢ ἀποσπασματικὰ δικό του· εἶναι τὸ κοινὸ χτῆμα, ἡ ψυχικὴ περιουσία μίας φυλῆς, παραδομένη γιὰ αἰῶνες καὶ χιλιετίες, ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, ἀπὸ εὐαισθησία σὲ εὐαισθησία· κατατρεγμένη καὶ πάντα ζωντανή, ἀγνοημένη καὶ πάντα παροῦσα -εἶναι τὸ κοινὸ χτῆμα τῆς μεγάλης λαϊκῆς παράδοσης τοῦ Γένους. Εἶναι ἡ ὑπόσταση, ἀκριβῶς, αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ, αὐτῆς τῆς διαμορφωμένης ἐνέργειας, ποὺ ἔπλασε τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸ λαὸ ποὺ ἀποφάσισε νὰ ζήσει ἐλεύθερος ἢ νὰ πεθάνει στὰ ῾21.
Γι᾿ αὐτὸ ἡ λαϊκή μας παράδοση εἶναι τόσο σπουδαία.
Μία φορὰ κι ἕναν καιρό, ἦταν ἕνας φτωχὸς φουστανελᾶς ποὺ εἶχε τὴ μανία νὰ ζωγραφίζει. Τὸν ἔλεγαν Θεόφιλο. Τὰ πινέλα του τὰ κουβαλοῦσε στὸ σελάχι του, ἐκεῖ ποὺ οἱ πρόγονοί του βάζαν τὶς πιστόλες καὶ τὰ μαχαίρια τους. Τριγύριζε στὰ χωριὰ τῆς Μυτιλήνης, τριγύριζε στὰ χωριὰ τοῦ Πηλίου καὶ ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ὅ,τι τοῦ παράγγελναν, γιὰ νὰ βγάλει τὸ ψωμί του. Ὑπάρχουν στὸν Ἄνω Βόλο κάμαρες ὁλόκληρες ζωγραφισμένες ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεόφιλου, καφενέδες στὴ Λέσβο, μπακάλικα καὶ μαγαζιὰ σὲ διάφορα μέρη ποὺ δείχνουν τὸ πέρασμά του -ἂν σώζουνται ἀκόμη. Ὁ κόσμος τὸν περιγελοῦσε. Τοῦ ἔκαναν μάλιστα καὶ ἀστεῖα τόσο χοντρά, ποὺ κάποτε τὸν ἔριξαν κάτω ἀπὸ μίαν ἀνεμόσκαλα καὶ τοῦ ῾σπασαν ἕνα δυὸ κόκαλα. Ὁ Θεόφιλος, ὡστόσο, δὲν ἔπαυε νὰ ζωγραφίζει σὲ ὅ,τι ἔβρισκε. Εἶδα πίνακές του φτιαγμένους πάνω σὲ κάμποτο, πάνω σὲ πρόστυχο χαρτόνι. Τοὺς θαύμαζαν κάτι νέοι ποὺ τοὺς ἔλεγαν ἀνισόρροπους oι ἀκαδημαϊκοί. Ἔτσι κυλοῦσε ἡ ζωή του καὶ πέθανε ὁ Θεόφιλος, δὲν εἶναι πολλὰ χρόνια, καὶ μία μέρα ἦρθε ἕνας ταξιδιώτης ἀπὸ τὰ Παρίσια. Εἶδε αὐτὴ τὴ ζωγραφική, μάζεψε καμιὰ πενηνταριὰ κομμάτια, τὰ τύλιξε καὶ πῆγε νὰ τὰ δείξει στοὺς φωτισμένους κριτικοὺς ποὺ κάθονται κοντὰ στὸ Σηκουάνα. Καὶ οἱ φωτισμένοι κριτικοὶ βγῆκαν κι ἔγραψαν πὼς ὁ Θεόφιλος ἦταν σπουδαῖος ζωγράφος. Καὶ μείναμε μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα στὴν Ἀθήνα. Τὸ ἐπιμύθιο αὐτῆς τῆς ἱστορίας εἶναι ὅτι λαϊκὴ παιδεία δὲ σημαίνει μόνο νὰ διδάξουμε τὸ λαὸ ἀλλὰ καὶ νὰ διδαχτοῦμε ἀπὸ τὸ λαό.
Θυμοῦμαι πάντα τὸ Θεόφιλο ὅταν συλλογίζομαι τὸν Μακρυγιάννη. Σᾶς ἔλεγα πὼς ὁ Μακρυγιάννης εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ μορφωμένες ψυχὲς τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ, τὸ ἴδιο πιστεύω καὶ γιὰ τὸ Θεόφιλο, ἂν ἡ λέξη μόρφωση σημαίνει πνευματικὴ μορφή. Κι αὐτὴ ἡ μόρφωσή τους εἶναι ἐξαιρετικὰ ἔντονη καὶ δραστήρια. Εἶναι καταπλητικὴ ἡ ἔμφυτη ἀνάγκη ποὺ ἔχουν νὰ ἐκφραστοῦν. Ἐκμηδενίζει ὅλες τὶς δυσκολίες. Θυμᾶται κανεὶς κάτι πεισματάρικα φυτά, ποὺ ὅταν πιάσει ἡ ρίζα τους, προχωροῦν γκρεμίζοντας φράχτες, σπάζοντας ταφόπετρες. Ὁ Μακρυγιάννης δημιουργεῖ ἔκφραση σὲ κάθε του ὥρα. Καὶ μὲ πετραδάκια τῆς θάλασσας (Β´ 351) ἀκόμη κάθεται καὶ γράφει τὴν ἰδέα του στὸ χῶμα τοῦ περιβολιοῦ του, καὶ συμπληρώνει τὴ σκέψη τῆς μέρας μὲ τὰ ὄνειρα ποὺ βλέπει στὸν ὕπνο του.
Κάποτε κάνει ἕνα ταξίδι στὴν Ἀκαρνανία. Ξαναβλέπει καὶ «σημαδεύει» τὶς θέσεις ὅπου ἔγιναν μάχες τῆς ἐπανάστασης. Γυρίζοντας στὴν Ἀθήνα ἀποφασίζει νὰ φτιάξει τὶς ζωγραφιὲς τῶν πολέμων τοῦ ἀγῶνα.
«Πῆρα ἕνα ζωγράφο Φράγκο» σημειώνει «καὶ τὸν εἶχα νὰ μοῦ φκιάσει σὲ εἰκονογραφίες αὐτοὺς τοὺς πολέμους. Δὲ γνώριζα τὴ γλῶσσα του. Ἔφκιασε δυὸ τρεῖς, δὲν ἦταν καλές· τὸν πλέρωσα κι ἔφυγε. Ἀφοῦ ἔδιωξα αὐτὸν τὸν ζωγράφο, ἔστειλα κι ἔφεραν ἀπὸ τὴ Σπάρτη ἕναν ἀγωνιστή, Παναγιώτη Ζωγράφο τὸν ἔλεγαν [...] ἤφερε καὶ δυό του παιδιά· καὶ τοὺς εἶχα στὸ σπίτι μου ὅταν ἐργάζονταν. Κι αὐτὸ ἄρχισε ἀπὸ τὰ 1836 καὶ τελείωσε τὰ 1839. Ἔπαιρνα τὸ ζωγράφο καὶ βγαίναμε στοὺς λόφους καὶ τὄλεγα: ῾Ἔτσι εἶναι ἐκείνη ἡ θέση, ἔτσι ἐκείνη· αὐτὸς ὁ πόλεμος ἔτσι ἔγινε· ἀρχηγὸς ἦταν τῶν Ἑλλήνων ἐκεῖνος, τῶν Τούρκων ἐκεῖνος...᾿» (Β´ 349).
Μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο τελείωσαν οἱ εἴκοσι πέντε πίνακες, ποὺ θὰ εἴχανε χαθεῖ τελειωτικά, ἂν δὲν τοὺς ξανάβρισκε κατὰ σύμπτωση ὁ Ἰωάννης Γεννάδιος. Οἱ εἰκόνες αὐτές, ποὺ ἔγιναν μὲ τὸ χέρι τοῦ Παναγιώτη Ζωγράφου, καὶ μὲ τὸ «στοχασμὸ» τοῦ Μακρυγιάννη, εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ πολύτιμα κι ἀπὸ τὰ πιὸ ζωντανὰ μνημεῖα ποὺ ἔχομε τῆς λαϊκῆς μας ζωγραφικῆς -θέλω νὰ πῶ ἀπὸ τὰ μνημεῖα ἐκεῖνα ποὺ ξεσκεπάζουν ξαφνικὰ ἐκθαμβωτικὲς περιοχὲς τῆς ψυχῆς τοῦ λαοῦ μας.
Οἱ ζωγραφιὲς αὐτὲς ποὺ παρασταίνουν μ᾿ ἐξαιρετικὴ ἀκρίβεια τὶς μάχες ποὺ θέλουν ν᾿ ἀποδώσουν -πολλὲς φορὲς σὰν ἕνα στρατιωτικὸ ντοκουμέντο- εἶναι συνάμα μία χαρὰ τῶν ματιῶν. Εἶδα ἄνθρωπο νὰ δακρύζει τὴν πρώτη φορὰ ποὺ τὶς ἀντίκρυσε. Κάποτε σοῦ θυμίζουν λαϊκὰ κεντήματα, ὅπως λ.χ. ἡ ἔξοχη πολιορκία τοῦ κάστρου τῆς Ἀθήνας· κάποτε σὲ ξαναφέρνουν σὲ περιβόλια ποὺ ἔμειναν χλωρὰ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ τὰ πρωτοεῖδε ὁ τεχνίτης· κάποτε σὲ κάνουν ν᾿ ἀνασαίνεις τὴν ἀτμόσφαιρα μαγείας καὶ φόβου τοῦ παραμυθιοῦ τῶν παιδικῶν χρόνων· εἶναι μία πρωτάκουστη καὶ συνάμα μία πολὺ παλιὰ ραψῳδία.
Μίαν ἄλλη φορὰ ὁ Κωλέττης, πρεσβευτὴς στὸ Παρίσι, τοῦ στέλνει μὲ συστατικὸ ἕναν Γάλλο περιηγητή, τὸν Μαρκήσιο Raoul de Malherbe. «Ἤθελε κι ἑλληνικὰ τραγούδια» σημειώνει ὁ Μακρυγιάννης «τοῦ ἔφκιασα πέντ᾿ ἕξι» (Β´ 367). Ἔτσι καὶ στὸ περίφημο ἐπεισόδιο, ὅπου ἀνιστορεῖ τὸ τελευταῖο του τραπέζι μὲ τὸν Γκούρα, πάνω στὴν πολιορκημένη Ἀκρόπολη. Εἶναι σὰν τοὺς ἄγνωστους ποιητὲς τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν: τὸ τραγούδι τὸ «φκιάνει», καὶ εἶναι ἀποκαλυπτικὸ ὅταν μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ ἰδοῦμε ἀπὸ κοντὰ πὼς ἡ καταφρονεμένη δημοτικὴ εὐαισθησία νιώθει καὶ ἀγαπᾷ τὰ ἔργα τῆς ἀρχαίας τέχνης.
«Εἶχα δυὸ ἀγάλματα» σημειώνει ἀκόμα «περίφημα, μία γυναῖκα κι ἕνα βασιλόπουλο, ἀτόφια -φαίνονταν οἱ φλέβες, τόση ἐντέλειαν εἶχαν. Ὅταν χάλασαν τὸν Πόρο, τὰ ῾χαν πάρει κάτι στρατιῶτες, καὶ στ᾿ Ἄργος θὰ τὰ πουλοῦσαν κάτι Εὐρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν [...]. Πῆρα τοὺς στρατιῶτες, τοὺς μίλησα: ῾Αὐτά, καὶ δέκα χιλιάδες τάλαρα νὰ σᾶς δώσουνε, νὰ μὴν τὸ καταδεχτεῖτε νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν πατρίδα μας. Γι᾿ αὐτὰ πολεμήσαμε᾿» (Β´ 303). Καταλαβαίνετε. Δὲ μιλᾷ ὁ Λόρδος Βύρων, μήτε ὁ λογιότατος, μήτε ὁ ἀρχαιολόγος· μιλᾷ ἕνας γιὸς τσοπάνηδων τῆς Ρούμελης μὲ τὸ σῶμα γεμάτο πληγές. «Γι᾿ αὐτὰ πολεμήσαμε». Δεκαπέντε χρυσοπίκοιλτες ἀκαδημίες δὲν ἀξίζουν τὴν κουβέντα αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Γιατὶ μόνο σὲ τέτοια αἰσθήματα πραγματικὰ καὶ ὄχι σὲ ἀφηρημένες ἔννοιες περὶ τοῦ κάλλους τῶν ἀρχαίων ἡμῶν προγόνων ἢ σὲ καρδιὲς ἀποστεγνωμένες ποὺ ἔχουν πάθει ἀκαταληψία ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ χύδην ὄχλου.
«Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη» τραγουδοῦσε ὁ Σολωμός. Ἡ ἰδέα του ἦταν ἀληθινή. Ἡ ἑλληνικὴ ἐπανάσταση ἦταν βγαλμένη ἀπὸ τὸ μεδούλι τῶν κοκάλων τῶν ζωντανῶν Ἑλλήνων. Καὶ γι᾿ αὐτὸ πέτυχε, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲ σταμάτησε καὶ πραγματοποιεῖται σ᾿ ὅλο τὸ ΙΘ´ αἰῶνα, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν τελείωσε ἀκόμη ἡ πραγματοποίησή της. Ὁ σημερινὸς πόλεμος τῆς πατρίδας μας -δὲν εἶναι ὑπερβολὴ νὰ τὸ ποῦμε- εἶναι μία συνέχεια τῆς ἐπανάστασης τοῦ ῾21. Γιατί δὲν πρέπει νὰ τὸ ξεχνοῦμε: κάθε φορὰ ποὺ ἡ φυλή μας γυρίζει πρὸς τὸ λαό, ζητᾷ νὰ φωτιστεῖ ἀπὸ τὸ λαό, ἀναμορφώνεται ἀπὸ τὸ λαό, συνεχίζει τὴν παράδοση ποὺ μπῆκε θριαμβευτικὰ στὴ συνείδηση τοῦ ἔθνους μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἐπανάσταση. Ὁ ἀγῶνας ἐκεῖνος ἦταν ἕνα κοινωνικό, πολεμικὸ καὶ πολιτικὸ γεγονός. Ἦταν συνάμα καὶ ἕνα πνευματικὸ γεγονός. Ἀπὸ τὴν τελευταία τούτη ἄποψη, τὴν πιὸ ἀγνοημένη, εἶναι σημαντικὸ νὰ ἔχουμε τεκμήρια σὰν αὐτὰ ποὺ μᾶς ἄφησε ὁ Μακρυγιάννης. Τὰ ἱστορικὰ γεγονότα δὲ σταματοῦν στὰ χρονολογικὰ ὁρόσημα ποὺ βλέπουμε στὶς φυλλάδες τῆς ἱστορίας.
2
Ο ΒΙΟΣ τοῦ Μακρυγιάννη εἶναι ἕνα μεγάλο κομμάτι τῆς ζωῆς τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὰ ἑξήντα πρῶτα χρόνια του περασμένου αἰῶνα. Γεννήθηκε στὰ 1797 καὶ πέθανε στὶς 27 Ἀπριλίου 1864. Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ σᾶς τὸν διηγηθῶ. Τὸ μόνο ποὺ θὰ προσπαθήσω εἶναι νὰ σᾶς δώσω λίγα ἀκόμη παραδείγματα ἀπὸ τ᾿ Ἀπομνημονεύματα, τοῦ πὼς βλέπει καὶ ἀντιδρᾷ ὁ Μακρυγιάννης στὰ γεγονότα. Γιατὶ ἡ ἱστορία τοῦ Μακρυγιάννη εἶναι περισσότερο ἀπὸ μία ἱστορία γεγονότων. Εἶναι μία ἱστορία τῶν συναισθημάτων τοῦ λαοῦ του στὴ μεγάλη αὐτὴ περίοδο ποὺ γέννησε τὴ σημερινὴ Ἑλλάδα.Ὁ Μακρυγιάννης εἶναι ἀκόμη βρέφος ὅταν ἡ οἰκογένειά του, κυνηγημένη ἀπὸ τοὺς ντόπιους Τούρκους καὶ τοὺς Ἀρβανῖτες «ποὺ θέλαν νὰ σκλαβώσουν τὸ χωριό τους», ἀναγκάζεται νὰ καταφύγει στὴ Λιβαδειά. Ἑφτὰ χρονῶ ξενοδουλεύει γιὰ ν᾿ ἀλαφρύνει τοὺς γονεῖς του. «Ἤθελαν νὰ κάνω δουλειὲς ταπεινές του σπιτιοῦ» μας λέει «κι αὐτὸ ἦταν ὁ θάνατός μου». Γίνεται ἀνυπόφορος θεληματικᾶ· τὸν διώχνουν. Δεκατεσσάρω χρονῶ τὸν βρίσκουμε στὴ Ντεσφίνα κοντὰ σ᾿ ἕνα πατριώτη του. Μᾶς διηγεῖται τὸ ἀκόλουθο ἐπεισόδιο:
«Ἔγινα ὡς δεκατέσσερων χρονῶν καὶ πῆγα σ᾿ ἕναν πατριώτη μου εἰς Ντεσφίνα [...]. Ἦταν γιορτὴ καὶ παγγύρι τ᾿ Ἁγιαννιοῦ. Πήγαμε στὸ παγγύρι. Μόδωσε τὸ ντουφέκι του νὰ τὸ βαστῶ. Ἐγὼ θέλησα νὰ τὸ ρίξω. Ἐτσακίσθη. Τότε μ᾿ ἔπιασε σ᾿ ὅλο τὸν κόσμον ὀμπρὸς καὶ μὲ πέθανε στὸ ξύλο. Δὲ μ᾿ ἔβλαβε τὸ ξύλο τόσο· περισσότερον ἡ ντροπὴ τοῦ κόσμου. Τότε ὅλοι τρώγαν καὶ πίναν κι ἐγὼ ἔκλαιγα. Αὐτὸ τὸ παράπονο δὲν ἧβρα ἄλλον κριτὴ νὰ τὸ εἰπῶ νὰ μὲ δικιώσει. Ἔκρινα εὔλογο νὰ προστρέξω στὸν Ἁϊγιάννη, ὅτι στὸ σπίτι του μὄγινε αὐτήνη ἡ ζημιὰ καὶ ἡ ἀτιμία. Μπαίνω τὴ νύχτα μέσα στὴν ἐκκλησιά του καὶ κλειῶ τὴν πόρτα κι ἀρχινῶ τὰ κλάματα μὲ μεγάλες φωνὲς καὶ μετάνοιες: καὶ τὸν περικαλῶ νὰ μοῦ δώσει ἄρματα καλὰ κι ἀσημένια καὶ δεκαπέντε πουγγιὰ χρήματα, κι ἐγὼ θὰ τοῦ φκιάσω ἕνα μεγάλο καντῆλι ἀσημένιο. Μὲ τὶς πολλὲς φωνὲς κάμαμε τὶς συμφωνίες μὲ τὸν ἅγιο»(Β´ 13-14).
«Κάναμε τὶς συμφωνίες μὲ τὸν ἅγιο». Ὡστόσο ὁ χριστιανὸς ἅγιος κρατᾷ τὶς συμφωνίες πιὸ πιστὰ ἀπὸ τὸν Ἀπόλλωνα. Γιατί ὁ Μακρυγιάννης πηγαίνει στὴν Ἄρτα σ᾿ ἑνὸς Θανάση Λιδορίκη. Δουλεύει κοντά του καὶ ἐμπορεύεται μόνος του τόσο καλὰ ποὺ στὶς παραμονὲς τῆς ἐπανάστασης «εἶχε καζαντίσει τοῦ Θεοῦ τὰ ἐλέη». «Τότε ἔφκιασα» σημειώνει «ντουφέκι ἀσημένιο, πιστόλες κι ἄρματα, κι ἕνα καντῆλι καλό. Καὶ ἀρματωμένος καλὰ καὶ συγυρισμένος τὸ πῆρα καὶ πῆγα στὸν προστάτη μου καὶ εὐεργέτη μου κι ἀληθινὸ φίλο, τὸν Ἁϊγιάννη, ποὺ σῴζεται ὡς τὸ σήμερο [...]. Καὶ τὸν προσκύνησα μὲ δάκρυα ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰ σπλάγχνα μου, ὅτι θυμήθηκα ὅλες μου τὶς ταλαιπωρίες ποὺ δοκίμασα» (Β´ 15).
Στὰ 1820 πάνω κάτω «μπαίνει στὸ μυστικὸ» τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας. «Μπῆκα στὸ μυστικό» λέει πάλι «καὶ πῆγα στὸ σπίτι μου κι ἐργαζόμουνα γιὰ τὴν πατρίδα μου καὶ θρησκεία μου νὰ τὴ δουλέψω ῾λικρινῶς, καθὼς τὴ δούλεψα, νὰ μὴ μὲ εἰπεῖ κλέφτη καὶ ἅρπαγο, ἀλλὰ νὰ μὲ εἰπεῖ τέκνο της κι ἐγὼ μητέρα μου» (Β´ 17).
Εἶναι σrην Πάτρα ὅταν ἄναψαν τὰ πρῶτα τουφέκια τοῦ ἀγῶνα, «ὡς πραματευτής», ἀλλὰ ἡ πραγματική του ἀποστολὴ εἶναι νὰ συνεννoηθεῖ μὲ τοὺς ὁπλαρχηγοὺς καὶ νὰ μαζέψει πληροφορίες. Πίσω στὴν Ἄρτα τὸν πιάνουν γιὰ νὰ τὸν κρεμάσουν. Ξεφεύμει. Ἀρχίζει τὸν πόλεμο μὲ τὸ Γῶγο Μπακόλα. Ἀγωνίζεται στὸ Πέτα, στὴν πολιορκία καὶ τὴν ἅλωση τῆς Ἄρτᾳς. Ἔπειτα ἡ ἔξοδος καὶ ἡ φυγὴ τῶν ἀμάχων. Οἱ πρῶτες του ἀντιδράσεις, στὸ ἀναστάτωμα ἐκεῖνο εἶναι ὅταν βλέπει τὴν ἁρπαγή, τὸ πλιάτσικο: «Κι ἀπὸ τότε, βλέποντας αὐτήνη τηὴν ἀρετή» σημειώνει «σιχάθηκα τὸ ρωμαίικο, ὅτ᾿ εἴμαστε ἀνθρωποφάγοι». Ἡ φιλανθρωπία του αὐτὴ θὰ τὸν φέρει ἀργότερα, στὴν Ἀθήνα, σὲ σκληρὲς συγκρούσεις μὲ τὸν Ὀδυσσέα καὶ τὸν Γκούρα. Ἔτσι ἀρχίζει ἡ πολεμικὴ δράση τοῦ Μακρυγιάννη. Ἀπὸ τὸν Ἀπρίλη τοῦ ῾22, ποὺ τὸν βλέπουμε ὁπλαρχηγὸ τέσσερων χωριῶν τῶν Σαλώνων στὴν Ἀνατολικὴ
Ἑλλάδα, ὡς τὶς μάχες τοῦ Πειραιᾶ, τὸν Ἀπρίλη τοῦ ῾27, ὅπου πολεμᾷ «ἔχων ὁλόκληρον σχεδὸν τὸ σῶμα ἐντὸς ἐπιδέσμων» (Α´ μη´), ὁ Μακρυγιάννης ἀγωνίζεται ἀκατάπαυστα. Ὅσοι ἐνδιαφέρονται, θὰ βροῦν ὅλες τὶς λεπτομέρειες στὴν τέλεια ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ ἔκδοση τοῦ Βλαχογιάννη. Ἐγὼ προτιμῶ νὰ σᾶς διαβάσω τουλάχιστο τὴν περιγραφὴ τῆς μάχης τῆς 7ης Ὀκτωβρίου 1826, στὴν πολιορκημένη Ἀκρόπολη, ὅπου ὁ Μακρυγιάννης κρατοῦσε τὶς καμάρες τοῦ Σερπετζέ, δηλαδὴ τὸ Ὠδεῖο τοῦ Ἡρῴδη. Τὴ μάχη αὐτὴ ὁ βιογράφος τὴν ὀνομάζει «σπουδαιοτάτην τῶν περὶ τὴν Ἀκρόπολιν γενομένων»:
«...Ἐγὼ ἤμουν ἄγρυπνος τόσες βραδιές. Νύχτα κι ἡμέρα δουλεύαμε [...]. Ἀποκοιμήθηκα. Οἱ Τοῦρκοι, ἀκούγοντας τὸ χτύπο τοῦ Λαγουμιτζῆ, συνάζονται πλῆθος καὶ κάνουν γιρούσι [...]. Τότε οἱ ἄνθρωποί μου ἀνακατώθηκαν μὲ τοὺς Τούρκους. Σηκώνομαι ἄξαφνα ἐκεῖ ποὺ ἤμουν γερμένος. Κόλλησα στὴν ντάπια. Μὲ ντουφέκισαν οἱ Τοῦρκοι, τοὺς ντουφέκισα κι ἐγὼ στὸ σωρό. Μοῦ δίνουν ἕνα ντουφέκι καὶ μὲ πληγώνουν στὸ λαιμό. Τότε κάνω τὸ ποδάρι μου νὰ κατεβῶ ἀπὸ τὴν ντάπια· ἔπεσα. Ὁ τόπος ἦταν στενός. Οἱ ἄνθρωποι τσακίστηκαν ἀπὸ τὴν ὄξω ντάπια. Πατοῦσαν ἀπάνω μου καὶ διάβαιναν καί, στενὸς ὁ τόπος, μ᾿ ἀφάνισαν. Ἔβλεπαν καὶ τὰ αἵματα· ἔλπιζαν ὅτ᾿ εἶμαι σκοτωμένος. Ἀφοῦ πέρασαν ὅλοι καὶ μείναν ὀλίγοι κι ἔμπαιναν κι αὐτοὶ μέσα στὸ κάστρο, τότε θά ῾μπαιναν κι οἱ Τοῦρκοι συνχρόνως μ᾿ αὐτοὺς [...] Τότε σηκώνομαι μισοντραλισμένος καὶ βαστῶ καμιὰ δεκαριὰ ἔξω μὲ τὸ μαχαῖρι. Δὲν τοὺς ἄφησα νὰ μποῦνε μέσα. Καὶ τράβησα τὴν πόρτα πού ῾χαμεν ἀνοιχτὴ καὶ πιάσαμε τὸν πόλεμο καὶ πολεμούσαμε μὲ τὶς πιστόλες. Μήτε οἱ Τοῦρκοι μποροῦσαν νὰ ρίξουνε ντουφέκι μήτε ἐμεῖς. [...] Ὅρμησαν οἱ Τοῦρκοι, μὲ ξαναπλήγωσαν στὸ κεφάλι, στὴν κορφή. Γιόμωσε τὸ σῶμα μου αἷμα. Γυρεύουν οἱ ἄνθρωποι νὰ μὲ πάρουν νὰ μποῦμε μέσα. Τότε τοὺς λέγω: ῾Ἀδελφοί, καὶ μέσα νὰ μποῦμε κι ὄξω νὰ μείνομε, χαμένοι εἴμαστε ἂν δὲ βαστήξομε τοὺς Τούρκους [...]᾿. Τότε οἱ γενναῖοι Ἕλληνες βάστησαν σὰ λιοντάρια. (...]. Παίρνοντας τὸ δειλινό, μέρασα φυσέκια τῶν ἀνθρώπων. Ἦρθαν κι ἄλλοι ἀκόμα σύντροφοι. Ἦρθαν καὶ Τοῦρκοι νέο μιντάτι. Μᾶς ρίχτηκαν μ᾿ ὁρμή, μπῆκαν στὶς καμάρες, τὶς κυργέψαν ὅλες, κι ἄνοιξαν μασγάλια καὶ ντουφεκιοῦσαν μέσα στὸ κάστρο. Ρίχτηκαν μ᾿ ὁρμὴ νὰ μᾶς πάρουν καὶ τὴν ντάπια μας. Ἐκεῖ σκότωσαν τὸν Νταλαμάγκα κι ἄλλους πέντ᾿ ἕξι. Ξαναλαβώνομαι κι ἐγὼ πίσου στὸ κεφάλι πολὺ κακά. Μπῆκε τοῦ φεσιοῦ τὸ μπάλωμα στὰ κόκαλα, στὴν πέτσα τοῦ μυαλοῦ. Ἔπεσα κάτου πεθαμένος. Μὲ τράβησαν οἱ ἄνθρωποι μέσα. Τότε ἔνιωσα. Τοὺς εἶπα: ῾Ἀφῆστε με νὰ μὲ τελειώσουνε ἐδῶ, νὰ μὴν ἰδῶ τοὺς Τούρκους ζωντανὸς νὰ μοῦ πατήσουν τὸ πόστο μου᾿. Τότε οἱ καημένοι οἱ Ἕλληνες μὲ λυπήθηκαν πολύ· πολέμησαν γενναίως, διῶξαν τοὺς Τούρκους ἀπὸ τὴν ντάπια μας καὶ τοὺς ἔβαλαν ὅλους στὶς καμάρες...» (Β´ 204-205).
Μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Καποδίστρια καὶ κυρίως τοῦ Ὄθωνα ἀρχίζουν οἱ τραγικὲς παρεξηγήσεις ἀνάμεσα στὸν κόσμο ποὺ ἔκανε τὴν ἐπανάσταση καὶ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἦταν μοιραῖο νὰ κυβερνήσουν τὴν Ἑλλάδα γιὰ τὰ τριάντα πέντε χρόνια ποὺ θ᾿ ἀκολουθήσουν. Εἶναι ἕνα μακρὺ δρᾶμα ποὺ παίζεται ἀνάμεσα σὲ ἀφηρημένες ἰδέες καὶ μιὰ ζωὴ ποὺ ξέσπασε γιὰ νὰ ἐλευθερώσει ἕνα βασανισμένο ἔθνος, ἀτίθαση, ἂν θέλετε, ἀλλὰ ποὺ ἦταν καὶ δυνατή, καὶ ἄξια, καὶ εὐαίσθητη, καὶ πονεμένη, περισσότερο πονεμένη καὶ εὐαίσθητη γιατί εἶχε ἀκόμη ἀνοιχτὲς τὶς πληγὲς ποὺ πῆρε στὴν πρόσφατη τρομαχτικὴ πάλη -θυμωμένη ὀνομάζει ὁ λαὸς τὴν πληγὴ ποὺ πονεῖ.
Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀνάλαβαν νὰ διοικήσουν τὸν τόπο, ὑπῆρχε ἕνα ἐξαιρετικὰ δύσκολο πρόβλημα: νὰ βάλουν σὲ τάξη ἕνα χάος, ὅπως ἔλεγαν· νὰ νοσηλέψουν, νὰ βοηθήσουν, νὰ ψυχώσουν ἕνα λαὸ ποὺ πέρασε ἀπὸ φρικιαστικὲς δοκιμασίες γιὰ τὴ λευτεριά του, ὅπως θὰ ἦταν πιὸ σωστὸ νὰ ποῦμε. Τί ἔκαναν; Κάθησαν καὶ βρῆκαν αὐθαίρετα τὴν εὐκολώτερη λύση, ἔλυσαν δηλαδὴ τὸ πρόβλημα μὲ μία μονοκοντυλιά. Μεταφράζω: ὅταν σκοτώθηκε ὁ Καποδίστριας, ἡ Ἑλλάδα δοκίμασε ἕνα ἀπὸ τὰ χειρότερα χρόνια ποὺ ἔζησε ποτέ της, τὸ 1832. Ὁ τόπος ἦταν μοιρασμένος σὲ μερικὰ στρατιωτικὰ τιμάρια, ποὺ δὲν εἶχαν ἄλλο σκοπὸ παρὰ νὰ θρέψουν ὅπως ὅπως τὰ πειναλέα ἀπομεινάρια τῶν παλιῶν πολεμιστῶν. Ἡ ἀντιβασιλεία ἔφερε μαζί της ἕνα δάνειο. Μ᾿ αὐτὰ τὰ χρήματα μποροῦσε νὰ δώσει ἕνα κομμάτι ψωμὶ στοὺς πεινασμένους ποὺ βοοῦσαν ἔξω ἀπὸ τὶς πόρτες τοῦ Ναυπλίου. Προτίμησε νὰ τὰ διαθέσει γιὰ τὴ συντήρηση τοῦ βαυαρικοῦ στρατοῦ ποὺ θὰ στήριζε, καθὼς φαντάζουνταν, αὐτὴ καὶ τὸν Ὄθωνα. Μ᾿ αὐτὸ τὸ στρατὸ διάλυσαν ἢ ἔδιωξαν ἔξω ἀπὸ τὸ κράτος τοὺς παλιοὺς ἀγωνιστές, τοὺς φοβεροὺς αὐτοὺς ἀγριανθρώπους ὅπως πίστευαν. Καὶ οἱ ἀγριάνθρωποι τί συλλογιζόντουσαν; Ἡ ἀκόλουθη συνομιλία τοῦ Μακρυγιάννη μὲ τὸν Αἰντέκ μας τὸ δείχνει:
«Ὁ φίλος μου ὁ Αἰντὲκ ἐπειράχτη καὶ μ᾿ ὄκρινε μὲ πολὺ φαρμάκι: ‘Ὅ,τι σας λένε αὐτὸ θὰ κάμετε, καὶ γνῶμες δὲν μπορεῖτε νὰ δώσετε, ὅτι ἡ Μπαυαρία ἔχει τριάντα χιλιάδες μπαγενέτα καὶ τὰ φέρνει ἐδῶ καὶ σᾶς ὑποτάζει᾿ Τότε βρέθηκα σὲ θέση δεινὴ [...]. Τοῦ λέγω: ‘Δυστυχία μας τῶν καημένων! Κακὰ καὶ ψυχρὰ θὰ πᾶμε. Ἐγώ σου μίλησα ἀλλιῶς κι ἐσύ μου ἀπαντεῖς διαφορετικὰ μὲ μπαγενέτα. Σᾶς λέγω ὡς φίλος νὰ πασκίσετε καὶ τὸ βασιλέα κι ἐσᾶς ν᾿ ἀγαποῦμε κι ὄχι νὰ σᾶς φοβόμαστε [...]. Νὰ ῾ρθεῖ ἕνας νὰ μοῦ εἰπεῖ ὅτι θὰ πάει ὀμπρὸς ἡ πατρίδα, στρέγομαι νὰ μοῦ βγάλει καὶ τὰ δυό μου μάτια. Ὅτι ἂν εἶμαι στραβὸς καὶ ἡ πατρίδα μου εἶναι καλά, μὲ θρέφει. Ἂν εἶναι ἡ πατρίδα μου ἀχαμνά, δέκα μάτια νά ῾χω, στραβὸς θανὰ εἶμαι [...]᾿. Μοῦ λέγει: ‘Τὸν βασιλέα δὲν τὸν ἀγαπᾷς;‘ ‘Όχι‘ τοῦ λέγω ‘δὲν ξέρω ψέματα. Ὅταν χαθεῖ ἡ πατρίδα μου, οὔτε αὐτὸς μ᾿ ἔχει ὑπήκοόν του, οὔτε ἐγὼ βασιλέα. Καὶ γι᾿ αὐτὸ χρειάζεται δικαιοσύνη ἀπὸ σᾶς, κι ὄχι φοβέρες μὲ μπαγενέτες‘, (Β´ 300).
Ὡστόσο ὁ Μακρυγιάννης δὲν ἦταν ἄνθρωπος μὲ κακὴ προαίρεση. Ὅταν ἀράζει ὁ Ὄθωνας στὸ Ναύπλιο, σημειώνει: «Σήμερα ξαναγεννιέται ἡ πατρίδα ὅπου ἦταν τόσα χρόνια χαμένη καὶ σβησμένη [...], ὅτι ἦρθε ὁ βασιλέας ποὺ ἀποχτήσαμε μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ». Ἄλλωστε, προσωπικὰ δὲν τὸν πολέμησε ποτέ. Ἀπεναντίας προσπαθεῖ νὰ τὸν προφυλάξει ἀπὸ τοὺς κακοὺς συμβούλους του, ἀπὸ τὴν «Μπαυαρέζικη χοντροκομμένη δολερὴ πολιτική», ὅπως τὴ λέει. Γι᾿ αὐτόν, εἶναι ὁ Λουδοβίκος τῆς Βαυαρίας ποὺ εἶναι ὑπεύθυνος γιὰ τὴν ἀντιβασιλεία, εἶναι οἱ πρέσβεις· δὲν εἶναι ὁ Ὄθωνας:
«... Τοὺς πῆραν καὶ τοὺς ἔβαλαν ὅλους χάψη τοὺς ὁπλαρχηγούς· καὶ ἤθελαν νὰ τοὺς κόψουν μὲ τὸ κοπίδι ὅπου ἤφεραν οἱ φωτισμένοι ἄνθρωποι τῆς Εὐρώπης νὰ κόψουν τοὺς ἄγριους Ἕλληνες -κι ἔπρεπε νὰ κόψει ἡ Ἀγγλία τὸν Ντώκινς, τὸν πρέσβυ της, ἡ Γαλλία τὸ δικό της, καὶ ἡ Ρουσία τὸ ἴδιο· κι ὁ βασιλέας τῆς Μπαυαρίας τοὺς ἀντιβασιλεῖς του καὶ ὕστερα νὰ κόψει κι ὁ ἴδιος τὸ κεφάλι του. Ὅτι ἡ Μεγαλειότης του εἶναι νεκροθάφτης τῆς πατρίδας μας καὶ τοῦ ἀθῴου βασιλέα μας» (Β´ 311).
Ἀλλὰ «δὲν εἶναι κοπέλι», δὲν ὑποφέρει νὰ βλέπει «τὸ ἄδικο νὰ πνίγει τὸ δίκιο», δὲν ὑποφέρει νὰ βλέπει τὴν κατάντια τῶν ἀγωνιστῶν. Ἀκοῦστε· ἡ περικοπὴ ἀναφέρεται στὴν κυβέρνηση τοῦ Καποδίστρια, ἀλλὰ τὸ αἴσθημα τοῦ Μακρυγιάννη εἶναι καὶ τώρα τὸ ἴδιο:
«Πατρίς, νὰ μακαρίζεις γενικῶς ὅλους τοὺς Ἕλληνες, ὅτι θυσιάστηκαν γιὰ σένα, νὰ σ᾿ ἀναστήσουνε, νὰ ξαναειπωθεῖς ἄλλη μία φορὰ ἐλεύθερη πατρίδα, ποὺ ἤσουνα χαμένη καὶ σβησμένη ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν ἐθνῶν. Ὅλους αὐτοὺς νὰ τοὺς μακαρίζεις. Ὅμως νὰ θυμᾶσαι καὶ νὰ λαμπρύνεις ἐκείνους ποὺ πρωτοθυσιάστηκαν στὴν Ἀλαμάνα, πολεμώντας μὲ τόση δύναμη Τούρκων· κι ἐκείνους ποὺ ἀποφασίστηκαν καὶ κλείστηκαν σὲ μία μαντρούλα μὲ πλίθες, ἀδύνατη, στὸ Χάνι τῆς Γραβιᾶς· κι ἐκείνους ποὺ λιώσανε τόση Τουρκιὰ καὶ πασάδες στὰ Βασιλικά· κι ἐκείνους ποὺ ἀγωνίστηκαν σὰ λιοντάρια στὴ Λαγκάδα τοῦ Μακρυνόρου, ὅπου πολεμήθηκαν συνχρόνως σ᾿ αὐτὲς τὶς δυὸ θέσες πού ῾ναι τὰ κλειδιά σου -ἕνα ἡ Πόρτα τοῦ Μακρυνόρου, καὶ τ᾿ ἄλλο τῶν Θερμοπύλων. Κι ἀφοῦ πήγανε κι ἀπὸ τὰ δυὸ μέρη ν᾿ ἀνοίξουνε δρόμο οἱ Τοῦρκοι, ἐκεῖνοι οἱ ἀθάνατοι, τόσοι λίγοι, ὀγδόντα ἕνας στὴ Λαγκάδα, γιόμωσαν τὸν τόπο κόκαλα ἐκεῖ. Καὶ τοὺς καταδιάλυσαν, ἐκεῖνοι οἱ ὀλίγοι, στ᾿ ἄλλο μέρος τῶν Θερμοπύλων κι ἀλλοῦ. Αὐτήνοι σὲ ἀνάστησαν καὶ δὲν μπῆκε δύναμη καὶ ζαϊρέδες καὶ πολεμοφόδια. Αὐτήνοι ψύχωσαν ἐκείνους ποὺ πολιορκοῦσαν τοὺς ντόπιους Τούρκους καὶ φρουρές· καὶ νηστικοὺς κι ἀδύνατούς τους περιλάβαν καὶ τοὺς σφάξαν σὰν τραγιά. Καὶ τέλος πάντων, πατρίδα, αὐτήνοι κατατρέχονται ἀπὸ τοὺς Ἐκλαμπρότατους, τοὺς Ἐξοχώτατους, ἀπὸ τὸν Κυβερνήτη σου κι ἀδελφούς του. Ὁ Ἀγουστίνος κι ὁ Βιάρος αὐτήνων τῶν σκοτωμένων τὶς γυναῖκες καὶ κορίτσια κυνηγοῦν. Αὐτοὺς τοὺς ἀγωνιστὰς κατατρέχουν καὶ τοὺς λένε νὰ πᾶνε νὰ διακονέψουν: «Ποιὸς σᾶς εἶπε» τοὺς λένε «νὰ σηκώσετε ἄρματα νὰ δυστυχήσετε;» (Β´ 67-68).
Αὐτοὶ εἶναι οἱ λόγοι ποὺ σπρώχνουν τὸν Μακρυγιάννη νὰ ὀργανώσει τὴ συνωμοσία ποὺ καταλήγει στὸ Σύνταγμα τῆς Γ´ Σεπτεμβρίου. Ὁρκίζει σ᾿ ὅλο τὸ κράτος. Ἰδοὺ πὼς ὁρκίζει. Ἡ σκηνὴ εἶναι στὸ σπίτι τοῦ Μακρυγιάννη ἕνα βράδυ· ἕνας ἀγωνιστὴς κάθεται μαζί του· καθὼς τσουγκρίζουν τὰ ποτήρια, ἡ κουβέντα τελειώνει ἔτσι:
»- Ποῦ τὸ τσάκισες αὐτὸ τὸ χέρι;
»- Στὸ Μεσολόγγι, μοῦ λέγει.
»- Ποῦ τὸ τσάκισα ἐγὼ αὐτό;
»- Στοὺς Μύλους τ᾿ Ἀναπλιοῦ.
»- Γιατί τὰ τσακίσαμε;
»- Γιὰ τὴ λευτεριὰ τῆς πατρίδος.
»- Ποῦ ῾ναι ἡ λευτεριὰ κι ἡ δικαιοσύνη; Σήκω ἀπάνου!
»-Τὸν παίρνω καὶ πᾶμε καὶ τὸν ὁρκίζω (Β´ 375).
Καὶ γίνεται τὸ Σύνταγμα καὶ πέφτει στὰ χέρια τῶν πολιτικῶν καὶ ἐξευτελίζεται, κι ὁ Μακρυγιάννης ὁλοένα ἀποτραβιέται ἀπὸ τὸν κόσμο.
«Ὅσοι ἔχουν τὴν τύχη μας σήμερο στὰ χέρια τους» γράφει κατὰ τὸ 1851 «ὅσοι μας κυβερνοῦν, μεγάλοι καὶ μικροί, καὶ ὑπουργοὶ καὶ βουλευταί, τό ῾χουν σὲ δόξα, τό ῾χουν σὲ τιμή, τό ῾χουν σὲ ἰκανότη τὸ νὰ τοὺς εἰπεῖς ὅτι ἔκλεψαν, ὅτι πρόδωσαν, ὅτι ἤφεραν τόσα κακὰ στὴν πατρίδα. Εἶναι ἄξιοι ἄνθρωποι καὶ τιμῶνται καὶ βραβεύονται. Ὅσοι εἶναι τίμιοι κατατρέχονται ὡς ἀνάξιοι τῆς κοινωνίας καὶ τῆς πολιτείας» (Β´ 463).
Καὶ πάλι:
«Φανήκετε ὅλοι τί ἀξίζετε καὶ τί κάμετε στὴν πατρίδα, ἀρχὴ καὶ τέλος. Σᾶς θεωροῦσαν οἱ μέσα καὶ οἱ ἔξω πὼς κάτι ἤσασταν. Κι εἶστε ὅ,τι εἶστε. Ἤσασταν ὅ,τι θεωροῦσαν οἱ Εὐρωπαῖοι τὸ Σουλτάνο καὶ δὲν τολμοῦσαν νὰ τοῦ ἀφαιρέσουν τὸν τίτλο τοῦ ‘Γκρανσινιόρη´. Ὅσο ἔβλεπαν τὸ τζαμὶ στὴ Βιένα σκιάζονταν κι ἔτρεμαν νὰ μὴν πάγει καὶ παραμέσα καὶ φκιάσει κι ἄλλα τζαμιά. Κι ἀπὸ αὐτὸ τὸ φόβο κάποτε τοῦ πλέρωναν καὶ φόρο. Κι ὅταν βγῆκαν μία χοῦφτα ἄνθρωποι καὶ τοὺς ἀπόδειξαν ὅτι δὲν ἔχει πλέον ὁ Γκρανσινιόρης μαστόρους νὰ χτίσει τζαμιά· ὅτι θὰ πέσουν κι αὐτὰ ποὺ ἔχει, ἀπὸ τότε τὸν λένε «ὁ Τοῦρκος». Καὶ Γι᾿ αὐτὸ οἱ εὐεργέτες μας βάνουν τὰ φῶτα τους νὰ μᾶς προκόψουν. Ὅμως καὶ χωρὶς κανένας ἀπὸ αὐτοὺς νὰ μᾶς πειράξει μ᾿ ἔργα, ἂς εἶστε καλὰ ἐσεῖς, ποὺ δὲν ἀφήσατε κανένα κουσοῦρι καὶ μᾶς καταντήσετε τέτοιους ποὺ εἴμαστε» (Β´ 462).
Μόνο οἱ παλιοί του σύντροφοι τὸν βλέπουν. Ὡστόσο ἡ Κυβέρνηση πάντα τὸν ὑποψιάζεται. Ὁ Ὄθων ποτὲ δὲν τοῦ συγχώρεσε τὴ συνωμοσία τοῦ ῾43. Ὁ Μακρυγιάννης εἶναι πάντα Γι᾿ αὐτοὺς ἕνα ἄγριο θηρίο ποὺ πρέπει νὰ κλειστεῖ στὸ κλουβί. Ἔτσι κατὰ τὸ Σεπτέμβριο τοῦ ῾51 ἀρχίζουν καὶ κυκλοφοροῦν οἱ κατηγορίες -ἀνυπόστατες, ἀστήριχτες, ποὺ δὲν ἀποδείχτηκαν ποτέ: Ὁ Μακρυγιάννης θέλει νὰ σκοτώσει τὸ βασιλιά, θέλει νὰ κάνει δημοκρατία. Ὁ Μακρυγιάννης συνεννοεῖται μὲ κάτι πρόσφυγες Πολωνοὺς ποὺ κυκλοφοροῦν ἀνατρεπτικὲς προκηρύξεις. Ὁ Μακρυγιάννης εἶπε ὕποπτες κουβέντες σ᾿ ἕναν Ν. Στεφανίδη, διαβόητο βωμολόχο, ποὺ εἶναι καὶ ὁ μοναδικὸς μάρτυρας στὴ δίκη του. Ἔτσι τὸν περιορίζουν στὸ σπίτι του. Ὁ Μακρυγιάννης εἶναι σάπιος ἀπὸ τὶς ἑφτὰ πληγὲς ποὺ μάζεψε στὸν ἀγῶνα. «Αἱ πληγαὶ συχνὰ ἠνοίγοντο αἱμορροοῦσαι» γράφει ὁ γιατρὸς Γούδας ποὺ μίλησε στὴ κηδεία του· «ὁ ἐξ αὐτῶν πυρετὸς κατεβίβρωσκεν αὐτόν. Βαρεῖαι νόσοι ἐπήρχοντο, ἡ δὲ ἀνάρρωσις ἐγένετο βραδυτάτη. Ταῦτα ἦσαν τὰ ἀγαθὰ ὧν ἔλαχεν ὁ Μακρυγιάννης ὡς ἀμοιβὴν τῶν ὑπὲρ πατρίδος ἐξόχων ὑπηρεσιῶν αὐτοῦ. Πληγαὶ καὶ ἀσθένειαι πολυώδυνοι καὶ μετ᾿ αὐτῶν πενία δυσθεράπευτος ὡς ἐκεῖναι (Α´ μη´). Οἱ πληγὲς τοῦ κεφαλιοῦ, ποὺ πῆρε στὴ μάχη τοῦ Σερπετζέ, τὸν κάνουν κάποτε ἔξαλλο. Τρεῖς μέρες προτοῦ τὸν πᾶνε στὶς φυλακὲς τοῦ Μεντρεσέ, μὴ ἔχοντας ἄλλον κριτὴ νὰ τὸν δικαιώσει, ὅπως στὰ νιάτα του στὴν ἐκκλησιὰ τοῦ Ἁϊγιάννη, κάθεται καὶ γράφει στὸν ἴδιο τὸ Θεό:
«Καὶ δὲ μᾶς ἀκοῦς καὶ δὲ μᾶς βλέπεις [...]. Καὶ νὰ σκούζω νύχτα καὶ μέρα ἀπὸ τὶς πληγές μου. Καὶ νὰ βλέπω τὴ δυστυχιμένη μου φαμίλια καὶ τὰ παιδιά μου πνιγμένα στὰ κλάματα καὶ ξυπόλυτα. Καὶ ἕξι μῆνες φυλακωμένος σὲ δυὸ ἀδρασκελιὲς κάμαρη. Καὶ γιατρὸ νὰ μὴ βλέπομε, οὔτε ν᾿ ἀφήνουν κανένα νὰ πλησιάσει νὰ μᾶς ἰδεῖ. [...]. Ὅλοι θέλουν νὰ χαθοῦμε. Μᾶς κάνουν ἀνάκρισες ὁλωνῶν, κατ᾿ οἶκον ἔρευνα σπίτια, κατώγια, ταβάνια, κασέλες, εἰκόνες δικές σου [...]. Καὶ στὶς 13 τουτουνοῦ τοῦ μῆνα [...] ἦρθε ὁ μοίραρχος μὲ τὴ στολή του, ὅπου μᾶς φύλαγε, καὶ μοῦ λέγει νὰ πάγω στὴ φυλακὴ τοῦ Μεντρεσέ, ὅπου φυλακώνουν τοὺς κακούργους...» (Α´ πα´).
Ἀλλὰ τούτη τὴ φορὰ δὲν μπόρεσε νὰ κλείσει τὶς συμφωνίες μὲ τὸ Θεό. Εἶχαν ἀλλάξει τὰ χρόνια. Καὶ τὸν πῆγαν στὸ Μεντρεσέ, καὶ τὸν ραπίσανε, καὶ τὸν προπηλακίσανε, καὶ τὸν κρίνανε σὲ μία δίκη ποὺ ἤτανε μία μεγάλη ἀδιαντροπιά, καὶ τὸν καταδικάσανε σὲ θάνατο, ποὺ ἔγινε ὕστερα δεσμὰ καὶ τοῦ χαρίστηκαν στὶς 2 Σεπτεμβρίου 1854. Ὁ Μακρυγιάννης εἶναι ἕνα λεβέντικο κουρέλι. Δὲ μιλᾷ παρὰ μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὰ μικρότερα παιδιά του. Τὸ σπίτι του καὶ τὸ περιβόλι του εἶναι ρημάδια. Ὁ τελευταῖος ἦχος τῆς φωνῆς τους -ὁ τελευταῖος ποὺ ξέρουμε καὶ ποὺ θ᾿ ἀκούσετε τώρα- ἔρχεται ἀπὸ μακριά, πολὺ μακριά. Θαρρεῖς πὼς μία ὁλόκληρη φυλὴ πάει νὰ ξεψυχήσει:
«Ἀφοῦ μὲ λευτέρωσαν καὶ πῆγα στὸ χαλασμένο μου σπίτι καὶ στὴν ταλαίπωρή μου οἰκογένεια, μ᾿ ἀνάδωσαν οἱ πληγές, τὴ μία Λαμπρὴ ἐπέρσι καὶ τὴ Λαμπρὴ ποὺ πέρασε πάγει δυὸ χρόνια τώρα. Πῆγα στὴ σπηλιὰ πού ῾ναι στὸ περιβόλι μου νὰ ξανασάνω. Καὶ μὲ τὸ στανιὸ καὶ ἀκουμπώντας μὲ τὸ ξύλο ἔσωσα ἐκεῖ. Μοῦ ρίχνουν πέτρες καὶ μὲ χτυποῦν καὶ μαγαρισιὲς ἀνθρώπινες ἀπάνω μου: ‘Φᾶγε ἀπ᾿ αὐτές, στρατηγὲ Μακρυγιάννη, νὰ χορτάσεις πού ῾θελες νὰ κάμεις σύνταμα!᾿ Καὶ μ᾿ ἀνοίγουν τόσες νέες πληγὲς ἀπὸ τὰ χτυπήματα κι ἀπὸ τ᾿ ἀγκυλώματα [...]· ἐσάπισα, ἐσκουλήκιασα. Αὐτὰ ἔστειλα στὴ δημαρχία κι ἀκρόαση δὲ μοῦ ῾δωκε. Καὶ ἐξακολούθαγε αὐτὸ ὡς τὴν παραμονὴ τῆς Σωτῆρος. Καὶ ἀνήμερα μὲ χτύπησαν πολύ· ἔμεινα νεκρός· δὲ στανόμουν, ζωντανὸς εἶμαι ἢ πεθαμένος...»(Α´ πς´)
Δὲν εἶναι πολλὰ χρόνια, ψάχνοντας στὸ Ἐθνολογικὸ Μουσεῖο νὰ βρῶ ἐνθύμια του Μακρυγιάννη, εἶδα τὸ γύψινο ἀποτύπωμα τοῦ νεκροῦ κεφαλιοῦ του. Ἦταν σὰν ἕνα μαραγκιασμένο μῆλο ἢ ἕνα πετράδι τῆς ἀκρογιαλιᾶς, βαθιὰ γλυμμένο ἀπὸ τὸ ἀκαταπόνητο κῦμα, λίγο μεγαλύτερο ἀπὸ μία γροθιά. Αὐτὸ τὸ ταλαίπωρο πρᾶγμα ἦταν ὅ,τι εἶχε ἀπομείνει, τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, ἀπὸ τὴν ὡραία καὶ τὴν εὐγενικιὰ μορφὴ τοῦ μεγαλόψυχου ἄντρα.
3
ΘΑ ΗΘΕΛΑ τώρα προτοῦ τελειώσω, νὰ συνοψίσω τὴ γνώμη μου γιὰ τὴν ἀξία τοῦ βιβλίου τοῦ Μακρυγιάννη. Ἀκούσατε λίγες περικοπές του. Εἶναι ἐλάχιστες καὶ ἀνεπαρκεῖς. Ἀλλὰ θὰ σᾶς δώσουν ὁπωσδήποτε μιὰ μικρὴ βάση γιὰ νὰ κρίνετε τὴν ἰδέα μου, ποὺ εἶναι ἡ ἀκόλουθη: Ὁ Μακρυγιάννης εἶναι ὁ πιὸ σημαντικὸς πεζογράφος τῆς νέας Ἑλληνικῆς Λογοτεχνίας, ἂν ὄχι ὁ πιὸ μεγάλος, γιατί ἔχομε τὸν Παπαδιαμάντη.Ἂς ἀναλογιστοῦμε γιὰ μία στιγμὴ τί ἐννοοῦμε ὅταν λέμε πεζὸς λόγος. Ἐδῶ καὶ κάμποσες δεκαετίες, οἱ ποιητὲς πῆραν τὴν ἄδεια νὰ μὴ χρησιμοποιοῦν κανονικὰ τὰ ἐξωτερικὰ καὶ χοντρὰ γνωρίσματα τῆς ποίησης -δὲν ἦταν ἄλλωστε διόλου γνωρίσματα- ὅπως οἱ ρίμες καὶ ὁ παλιὸς μνημοτεχνικὸς στίχος. Αὐτὸ δὲ σημαίνει φυσικὰ πὼς ἡ διάκριση ἀνάμεσα στὸν ποιητικὸ καὶ τὸν πεζὸ λόγο ἔπαψε νὰ ὑπάρχει. Ἔγινε ἀπεναντίας πιὸ οὐσιαστική. Ἡ ποίηση εἶναι ἕνα εἶδος χοροῦ, ἡ πρόζα εἶναι, καὶ πρέπει νὰ εἶναι, ἕνα βάδισμα ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ κάπου. Μὲ τὴν πρόζα ποὺ σᾶς διαβάζω τώρα προσπαθῶ νὰ σᾶς ὁδηγήσω, περπατώντας στὸ πλάι σας, γιὰ νὰ ἰδῆτε τί πρᾶγμα εἶναι αὐτὸς ὁ Μακρυγιάννης, ὅπως ἂν σᾶς δεχόμουνα σὲ μία ἄγνωστή σας πολιτεία. Ἂν εἶχα νὰ γράψω ἕνα ποίημα ποὺ νὰ ἐκφράζει τὸν Μακρυγιάννη δὲ θὰ ἦταν διόλου τὸ ἴδιο. Θὰ κοίταζα νὰ γράψω τρεῖς γραμμὲς ἢ τρεῖς σελίδες, συγκεντρώνοντας ἀπὸ τὴν ἐμπειρία ποὺ ἔχω τῶν εἰκόνων καὶ τῶν καημῶν τοῦ τόπου μου, τὶς λέξεις ἐκεῖνες ποὺ κατὰ τὸ αἴσθημά μου θὰ σᾶς ἔδιναν τὴ συγκίνηση ποὺ μοῦ ἔδωσε, χωρὶς ἴσως νὰ τὸν ὀνομάσω διόλου, αὐτὸν ἢ τὰ πράγματα ποὺ ὀνομάζει. Στὴν ποίηση, τὸ προηγούμενο βῆμα δὲ χάνεται ποτὲ μέσα στὸ ἑπόμενο, ἀπεναντίας μένει καρφωμένο στὴ μνήμη ὡς τὸ τέλος καὶ ἀκέραιο μέσα στὸ σύνολο τοῦ ποιήματος. Στὴν πρόζα, κάθε βῆμα καταναλίσκεται μόλις τελείωσε ὁ προορισμός του, ποὺ εἶναι νὰ προχωρήσουμε. Ἡ μονάδα στὴν ποίηση εἶναι ἡ λέξη· εἶναι ὁ παράγραφος, εἶναι ἡ σελίδα ποὺ γυρίζουμε σιωπηλά. Ἡ μορφή της καὶ ὁ ρυθμὸς τῆς εἶναι ὁ δρόμος, καθὼς τὸν ἀκολουθοῦμε· καὶ τὸ περιεχόμενό της, τὰ πράγματα ποὺ συνδυάζονται, καθὼς τὰ βλέπουμε προχωρώντας. Γι᾿ αὐτὸ ἡ πρόζα ποὺ πάει νὰ χορέψει εἶναι ἄσκημη πρόζα -δὲν ὑπάρχει χειρότερο πρᾶγμα στὸν κόσμο ἀπὸ τὴν πρόζα ποὺ λέγεται «ποιητική»- καὶ ὅλο τὸ ζήτημα δὲν εἶναι νὰ τὴ γράψει κανεὶς ὡραία ἀλλὰ νὰ τὴ γράψει σωστά. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὴ γράψει σωστὰ ἂν δὲν ἔχει ὁρισμένα πράγματα νὰ δείξει, ποὺ πιστεύει πὼς εἶναι ἀξιόλογα. Ἂν δὲν ἔχει ἕνα σημαντικὸ περιεχόμενο.
Τὸ περιεχόμενο τῆς γραφῆς τοῦ Μακρυγιάννη εἶναι ὁ ἀτέλειωτος καὶ ὁ πραγματικὸς ἀγῶνας ἑνὸς ἀνθρώπου, ποὺ μὲ ὅλα τὰ ἔνστικτά της φυλῆς τοῦ ριζωμένα βαριὰ μέσα στὰ σπλάχνα του, ἀναζητᾷ τὴν ἐλευθερία, τὸ δίκιο, τὴν ἀνθρωπιά.
«Ἀνάμεσα Πάτρα καὶ Γαστούνι» σημειώνει -τὸ περιστατικὸ πρέπει νὰ ἔχει συμβεῖ γύρω στὰ 1830- «εἶναι ἕνα χωριό, τὸ Μέγα Σπήλαιγο. Ἔκαμα κονάκι ἐκεῖ. Μοῦ παραπονιόνται οἱ κάτοικοι ἀπὸ τὴν τυραγνία ποὺ δοκιμάζουν ἀπὸ τοὺς καλογέρους: ὅ,τι παίρνουν τὸ ἁρπάζουν αὐτήνοι. Εἶχα κονάκι σ᾿ ἑνοῦ παπᾶ τὸ σπίτι. Τότε τοὺς λέγω:
«- Σὰν τραβᾶτε τόση τυραγνία, δὲν τ᾿ ἀφήνετε τὸ χωριό σας νὰ φύγετε, νὰ πᾶτε σ᾿ ἄλλο χωριὸ ἐθνικό, πού ῾ναι, τόσα;
»Μοῦ λέγει ἡ παπαδιά:
»-Ὅταν ἦρθαν οἱ Τοῦρκοι, ἐμεῖς ἤμαστε μέσα στὸ βάλτο στὸ νερό, τόσες ψυχές, νὰ γλιτώσουμε. Καὶ ἦρθαν οἱ Τοῦρκοι καὶ μᾶς πιάσανε. Καὶ ἦταν τὸ σῶμα μας καταματωμένο ἀπὸ τὶς ἀβδέλες -μᾶς φάγαν. Καὶ τὰ παιδιὰ πεταμένα μέσα -γιομάτο τὸ νερό- σὰ μπακακάκια πλέγαν. Κι ἄλλα ζωντανὰ κι ἄλλα τελείωναν. Καὶ μ᾿ ἀφάνισαν κι ἐμένα καὶ τὶς ἄλλες. Γιατί τὰ τραβήξαμε αὐτά; Γι᾿ αὐτήνη τὴν πατρίδα. Καὶ τώρα δικαιοσύνη δὲ βρίσκομε ἀπὸ κανέναν. Ὅλο δόλο καὶ ἀπάτη.
»Κι ἔκλαιγε μὲ πικρὰ δάκρυα. Τὴν παρηγόρησα. Μὲ πῆρε τὸ παράπονο κι ἔκλαψα κι ἐγώ» (Β´ 258).
Πολέμησε, ἀγωνίστηκε πίστεψε, σακατεύτηκε, ἀηδίασε, θύμωσε. Ἀλλὰ ἔμεινε -ὅπως βγαίνει ἀπὸ τὸ γράψιμό του τὸ ἀπελέκητο- πάντα ὀρθὸς ὡς τὸ τέλος: ἄνθρωπος στὸ ὕψος τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν ἔγινε μήτε ὑπεράνθρωπος μήτε σκουλήκι. Ἀλήθεια, μία ἀπὸ τὶς χάρες τοῦ Μακρυγιάννη, ποὺ γεμίζει ἀγαλλίαση τὴν ψυχή, εἶναι αὐτὸ τὸ συναίσθημα, ποὺ δὲν παύει ποτὲ νὰ μᾶς δίνει· τὸ συναίσθημα πὼς ἔχουμε στὸ πλάι μας ἕναν ὁδηγὸ -τόσο ἀνθρώπινο-, ποὺ εἶναι μέτρο τῶν πραγμάτων καὶ τῶν ὄντων. Αὐτὸ τὸ ἴδιο συναίσθημα ποὺ εἶναι ζυμωμένο μὲ κάθε ἑλληνικὴ ἰδιοσυγκρασία, ἀπὸ τοὺς παμπάλαιους καιροὺς ποὺ ὁ Οἰδίποδας κατάργησε τὴ Σφίγγα καὶ τὸν ἐφιαλτικὸ κόσμο τῆς λέγοντας μόνο μία λέξη: ὁ ἄνθρωπος.
Ὁ ἐλεύθερος ἄνθρωπος, ὁ δίκαιος ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος ζυγαριὰ τῆς ζωῆς -ἂν ὑπάρχει μία ἰδέα βασικὰ ἑλληνική, δὲν εἶναι ἄλλη. Γεννιέται στὰ χαράματα τῆς ἑλληνικῆς σκέψης· ἔπειτα τὴ διατυπώνει μία γιὰ πάντα ὁ Αἰσχύλος. Ὅποιος ξεπερνᾷ τὸ μέτρο εἶναι ὑβριστής, καὶ ὕβρις εἶναι τὸ μεγαλύτερο κακὸ ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς συμβεῖ. Γιὰ νὰ μεταχειριστῶ τὴ φρασεολογία τοῦ Μακρυγιάννη, οἱ Ἕλληνες, ἀπὸ τὰ παλιὰ ἐκεῖνα χρόνια, εἶναι στὸ «ἐμεῖς», δὲν εἶναι στὸ «ἐγώ». Γιατί μόλις τὸ ἐγὼ γυρέψει νὰ ξεπεράσει τὸ ἐμεῖς, ἀμέσως ἡ Ἄτη, ἡ αὐστηρὴ μοῖρα ποὺ φροντίζει γιὰ τὴν ἰσορροπία τοῦ κόσμου, τὸ κεραυνώνει. Ὁλάκερη ἡ ἀρχαία μας τραγῳδία εἶναι γεμάτη ἀπὸ τὰ σύμβολα αὐτῆς τῆς ἰδέας. Καὶ τὸ σύμβολο ποὺ μὲ συγκινεῖ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα τὸ βρίσκω στοὺς Πέρσες. Ὁ Ξέρξης, μᾶς λέει ὁ παλιὸς μῦθος, νικήθηκε γιατί ἦταν ὑβριστής, γιατί ἔκαμε αὐτὴ τὴν ὑπέρογκη πράξη: μαστίγωσε τὴ θάλασσα. Γι᾿ αὐτὸ βρῆκε στὴ θάλασσα τὸν ὄλεθρό του. Σ᾿ αὐτὸ τὸ στοιχεῖο ποὺ μολονότι εἶναι πάντα ταραγμένο καὶ δὲν ἡσυχάζει ποτέ, ἀναζητᾷ πάντα τὴν ἰσορροπία, τὸ ζύγιασμα.
Στὸ ξέσπασμα τῆς ἐπανάστασης, στὴν Ἄρτα, ὁ Μακρυγιάννης ἀκούει ἕναν μπέη νὰ μιλᾷ στοὺς φίλους τους αὐτὰ τὰ λόγια, ποὺ σημειώνει:
«Πασᾶδες καὶ μπέηδες, θὰ χαθοῦμε! Θὰ χαθοῦμε! [...] Ὅτι ἐτοῦτος ὁ πόλεμος δὲν εἶναι μήτε μὲ τὸ Μόσκοβο, μήτε μὲ τὸν Ἐγγλέζο, μήτε μὲ τὸν Φραντσέζο. Ἀδικήσαμε τὸ ραγιὰ καὶ ἀπὸ πλούτη καὶ ἀπὸ τιμὴ καὶ τὸν ἀφανίσαμε. Καὶ μαύρισαν τὰ μάτια του καὶ μᾶς σήκωσε τὸ ντονφέκι. Κι ὁ Σουλτάνος τὸ γομάρι δὲν ξέρει τί τοῦ γίνεται· τὸν γελᾶνε ἐκεῖνοι ποὺ τὸν τριγυρίζουν...». (Β´ 24).
Τὴν αἰτία τῆς ἑλληνικῆς ἐπανάστασης καὶ τοῦ ὀλέθρου τῶν τυράννων τὴ διατυπώνει ὁ Μακρυγιάννης μὲ μιὰ λέξη στὸ στόμα ἑνὸς ἀντιπάλου, ὅπως ὁ Αἰσχύλος βάζει τοὺς ἐχθροὺς νὰ μιλοῦν γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Σαλαμῖνας. «Θὰ χαθοῦμε γιατί ἀδικήσαμε». Τοὺς ἀρχαίους, ἂν θέλουμε πραγματικὰ νὰ τοὺς καταλάβουμε, θὰ πρέπει πάντα νὰ ἐρευνοῦμε τὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ μας. Τὰ λόγια αὐτὰ εἰπώθηκαν στὰ 1821. Ὁ Μακρυγιάννης τὰ κρατᾷ στὴ μνήμη του γιὰ νὰ τὰ σημειώσει χρόνια ἀργότερα, κατὰ τὰ 1829, ἀφοῦ μάζεψε ὅλη τὴν πεῖρα τῆς τρομαχτικῆς ἐκείνης πάλης. Τὸν βλέπω νὰ τὰ συλλογίζεται σὲ δύσκολες ὧρες. Ὑπάρχουν πίσω ἀπὸ κάθε τοῦ πράξη καὶ ἀπὸ κάθε τοῦ ἀπόφθεγμα. Πίσω ἀπὸ τὴν ἀκόλουθη συνομιλία ποὺ ἔχει μὲ τὸ Γάλλο ναύαρχο de Rigny, ὅταν ἑτοιμάζεται νὰ πολεμήσει στοὺς Μύλους:
«Ἐκεῖ πού ῾φκιανα τὶς θέσεις στοὺς Μύλους, ἦρθε ὁ Ντερνὺς νὰ μὲ ἰδεῖ: Μοῦ λέγει:
»- Τί κάνεις αὐτοῦ; Αὐτὲς οἱ θέσες εἶναι ἀδύνατες· τί πόλεμο θὰ κάνετε μὲ τὸν Μπραΐμη αὐτοῦ;
»Τοῦ λέγω:
»- Εἶναι ἀδύνατες οἱ θέσες κι ἐμεῖς. Ὅμως εἶναι δυνατὸς ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς προστατεύει, καὶ θὰ δείξομε τὴν τύχη μας σ᾿ αὐτὲς τὶς θέσες τὶς ἀδύνατες. Κι ἂν εἴμαστε ὀλίγοι στὸ πλῆθος τοῦ Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ᾿ ἕναν τρόπο· ὅτι ἡ τύχη μας ἔχει τοὺς Ἕλληνες πάντοτε ὀλίγους. Ὅτι ἀρχὴ καὶ τέλος παλαιόθε καὶ ὡς τώρα, ὅλα τὰ θεριὰ πολεμοῦν νὰ μᾶς φᾶνε καὶ δὲν μποροῦνε. Τρῶνε ἀπὸ μᾶς καὶ μένει καὶ μαγιά. Καὶ οἱ ὀλίγοι ἀποφασίζουν νὰ πεθάνουν. Καὶ ὅταν κάνουν αὐτήνη τὴν ἀπόφαση, λίγες φορὲς χάνουν καὶ πολλὲς κερδαίνουν. Ἡ θέση ὅπου εἴμαστε σήμερα ἐδῶ εἶναι τοιούτη. Καὶ θὰ ἰδοῦμε τὴν τύχη μας οἱ ἀδύνατοι μὲ τοὺς δυνατούς.
»- Τρὲ μπιέν, λέγει κι ἀναχώρησε ὁ ναύαρχος» (Β´ 169).
Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη καὶ ἡ ἀσφάλεια ποὺ μᾶς δίνει ὁ Μακρυγιάννης.
Ὁ δεύτερος λόγος ποὺ πιστεύω πὼς ὁ Μακρυγιάννης εἶναι ὁ πιὸ σημαντικὸς πεζογράφος μας εἶναι γιατί τὸν νομίζω σὰν ἕνα μεγάλο διδάσκαλο τῆς γλώσσας μας. Ἂν ἑξαιρέσω τὴν ἐρειπωμένη «Γυναίκα τῆς Ζάκυθος» τοῦ Σολωμοῦ, δὲν ξέρω ἄλλο κείμενο στὰ νέα μας γράμματα ποὺ νὰ διδάσκει τόσα πολλὰ ὅσο τὸ κείμενο τοῦ Μακρυγιάννη.
Κάποτε μοῦ ἔτυχε νὰ γράψω ἕναν πρόλογο στὰ ποιήματα τοῦ Κάλβου· κι ἐπειδὴ νόμισα πὼς ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαῖα προβλήματα ποὺ ἔθετε ὁ Κάλβoς ἦταν τὸ πρόβλημα τῆς γλωσσικῆς ἔκφρασης, μ᾿ ἔψεξαν γιατί ἀσχολήθηκα μ᾿ αὐτό, ἀντὶ ν᾿ ἀσχοληθῶ μὲ πράγματα ποὺ βροντοφωνοῦσε ὁ ποιητὴς καὶ δὲν εἶχαν καθόλου τὴν ἀνάγκη μου γιὰ νὰ γίνουν αἰσθητὰ ἀπὸ τὸν καθένα. Μὲ ἀπασχολεῖ ἡ γλῶσσα, γιατί εἶναι τὸ ὑλικὸ τοῦ συγγραφέα, καὶ ὄχι γιατί μ᾿ ἀρέσει νὰ ξαναγυρίζω στὸ παλιὸ γλωσσικὸ ζήτημα, ποὺ εἶναι τελειωμένο γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Κανένας λογοτέχνης δὲ γράφει πιά, ἐδῶ καὶ χρόνια, τοὺς νεκροὺς τύπους. Φαντάζομαι πὼς ὅταν μὲ τὸ καλὸ γυρίσουμε στὸν τόπο μας, δὲ θὰ τοὺς χρησιμοποιεῖ πιὰ οὔτε τὸ Κράτος οὔτε ἡ δημοσιογραφία. Σκεφτεῖτε πὼς σήμερα, στὰ μαῦρα χρόνια τῆς σκλαβιᾶς, ὁλόκληρος ὁ τύπος ποὺ κυκλοφορεῖ στὸ πεῖσμα τῶν τυράννων καὶ ἐκφράζει τὴν ἐλεύθερη σκέψη τοῦ ἔθνους, γράφεται στὴ ζωντανή μας γλῶσσα. Ἂν ὅμως τὸ γλωσσικὸ ζήτημα τελείωσε, δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε πὼς κανένας συγγραφέας δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἂν δὲν εἶναι ἄρχοντας τῆς γλώσσας, ὄχι τῶν λεξικῶν ἢ τοῦ συνταχτικοῦ, ἀλλὰ αὐτῆς τῆς ζωντανῆς φύσης ποὺ τοῦ μεταγγίζει κάθε στιγμὴ ποὺ ἀνασαίνει ἡ φυλή του. Καὶ γιὰ νὰ νιώσουμε καὶ ν᾿ ἀφομοιώσουμε αὐτὴ τὴ φύση, θὰ πρέπει νὰ αἰσθανθοῦμε καὶ νὰ ζήσουμε κείμενα σὰν τοῦ Μακρυγιάννη, ποὺ εἶναι καθὼς πιστεύω κείμενα καθαρτήρια.
Περιεχόμενο, γλῶσσα. Τὸ περιεχόμενο ποὺ θέλει νὰ ἐκδηλωθεῖ καὶ ἡ γλῶσσα ποὺ πρέπει νὰ δώσει μία μορφή, μία ὕπαρξη στὸ περιεχόμενο, νὰ τὸ βγάλει ἀπὸ τὴν ἀφάνεια. Αὐτὴ ἡ ἐνέργεια καὶ αὐτὴ ἡ ἀντενέργεια, ἑνωμένες στὸ τέλος, φτιάνουν τὸ ὕφος. Οἱ δυὸ ἀντίμαχες αὐτὲς δυνάμεις εἶναι οἱ δυσκολίες ἑνὸς συγγραφέα. Μ᾿ αὐτὲς διαμορφώνεται καὶ διαμορφώνει ἕνα ὕφος, μία «φωνή», ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι. Κάνει ἔναρθρο λόγο. Γι᾿ αὐτό, μὲ τὴ γλῶσσα καὶ μόνο, ὅσο καλὰ καὶ νὰ τὴν ξέρουμε, μποροῦμε νὰ κάνουμε περίφημες φράσεις -«σὰν τ᾿ ἄχερο στ᾿ ἁλῶνι», ὅπως λέει τὸ τραγούδι. Ἀλλὰ χωρὶς τὴν ἀντίσταση καὶ τὸ βάρος τῶν πραγμάτων, ποὺ πρέπει νὰ ἀρθρώσουμε, ὕφος δὲ θὰ ἔχουμε ποτέ. Ὕφος εἶναι οἱ δυσκολίες ποὺ βρίσκει ἕνας ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἐκφράσει κάτι, ὕφος εἶναι ἡ ἀνθρώπινη προσπάθεια, «ὕφος εἶναι ὁ ἄνθρωπος», ὅπως διδάσκει ἕνα σοφὸ ρητό. Γι᾿ αὐτό, τὸ ὕφος τοῦ Μακρυγιάννη εἶναι τόσο πραγματικό. Καὶ μοναδικό, γιατί ἦταν μοναδικὲς οἱ δυσκολίες του. Μιλώντας σας γιὰ τὴν ὑλικὴ ὄψη τοῦ χειρογράφου του Μακρυγιάννη, σᾶς ἔλεγα πὼς μοιάζει μὲ μία οἰκοδομῇ ὅπου συλλαβίζει κανεὶς τὸ πέρασμα μίας ἀνθρώπινης προσπάθειας. Τὸ γράψιμό του εἶναι τὸ ἴδιο: μία χειροποίητη οἰκοδομῇ. Σὲ κάθε τῆς λεπτομέρεια, στὴν ἔνταση, στὴν εὐκολία, στὸ παραστράτημα, βλέπει κανεὶς τὸ πέρασμα ἑνὸς ὁλοζώντανου ἀνθρώπου. «Ὁ καλύτερος τρόπος νὰ κρίνουμε ἕνα κείμενο εἶναι νὰ κοιτάξουμε νὰ βροῦμε ποιὲς λέξεις του δὲ λειτουργοῦν», εἶπε κάποιος. Τὸ ποσοστὸ τῶν λέξων ποὺ δὲ λειτουργοῦν στὸν Μακρυγιάννη εἶναι μικρότερο παρὰ στὰ ἔργα ὅλων τῶν πεζογράφων μας ποὺ ξέρω. Καὶ γιὰ νὰ τελειώσω, θὰ ἤθελα νὰ θυμηθῶ μία φράση τοῦ Πιραντέλλο, ποὺ συλλογίζομαι πάντα ὅταν ἔχω νὰ κρίνω ἕνα κείμενο. «Ὑπάρχει» λέει «ἕνα ὕφος πραγμάτων καὶ ἕνα ὕφος λέξεων· καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ Δάντης πέθανε στὴν ἐξορία, καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ στεφάνωσαν τὸν Πετράρχη στὸ Καπιτώλιο». Οἱ ποιητὲς κάνουν παράξενες προφητεῖες. Συλλογίζομαι πὼς ἂν ὁ ὑπέρογκος παλιάτσος τοῦ φασισμοῦ εἶχε προσέξει τὴ φρασούλα τοῦ Πιραντέλλο, δὲ θὰ καταντοῦσε στὰ τωρινά του χάλια. Τὸν ἔφαγε ἡ πομπὴ τῶν λέξεων, αὐτὴ ἡ τραγικὴ φρεναπάτη. Ἀλλὰ οἱ πολιτικοὶ ἔχουν σπάνια τὸν καιρὸ νὰ προσέξουν κάτι τέτοιες λεπτομέρειες.
Ὁπωσδήποτε, αὐτὸ τὸ ὕφος τῶν πραγμάτων, τὸ ὕφος τῆς ἀνάγκης, τὸ ὕφος τὸ ἀποτελεσματικό, τὸ βρίσκω στὸν Μακρυγιάννη. Ποτὲ δὲν ξανακούσαμε στὴν Ἑλλάδα μία τόσο ἁδρὴ φωνή. Κι αὐτὸ δὲν εἶναι λαογραφία. Ἡ φωνὴ τοῦ Μακρυγιάννη εἶναι ἕνας κλῶνος ἀπὸ τὸ στιβαρὸ δέντρο ποὺ ἔδωσε τὸν Ἐρωτόκριτο καὶ τὴ Θυσία τοῦ Ἀβραάμ, τὰ δημοτικά μας τραγούδια, κι ἔδωσε ἀκόμη -προτείνω τὴν ταπεινή μου ἰδέα γιὰ ὅσο ἀξίζει- τὸν πιὸ μεγάλο καλλιτέχνη ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ὕστερα ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους, τὸ Θεοτοκόπουλο.
Αὐτὰ εἶχα νὰ σᾶς πῶ γιὰ τὸν Μακρυγιάννη, τὸν ἀγράμματο στρατοκόπο ἑνὸς μεγάλου βίου, ποὺ μὲ τόση προσπάθεια ἀποτυπώνει πάνω στὸ χαρτὶ τὰ πράγματα ποὺ βλέπει ἡ συνείδησή του. Τὸν σίγουρο μαντατοφόρο τῆς μακριὰς καὶ ἀδιάσπαστης λαϊκῆς μας παράδοσης, ποὺ ἐπειδὴ τὴν κρατᾷ τόσο βαθιὰ ριζωμένη μέσα του, ἔρχεται νὰ μᾶς πεῖ μὲ τὴ φωνὴ πολλῶν ἀνθρώπων, καὶ ὄχι ἑνὸς μονάχα, τί εἴμαστε καὶ πὼς εἴμαστε κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. Πῶς o θυμός του, ὁ πόνος του καὶ ἡ τραγῳδία του, δὲν εἶναι ἀτομικές του ὑποθέσεις, ἀλλὰ ὑποθέσεις δικές σας καὶ δικές μου καὶ ὅλων μας· ὑποθέσεις ὅπου ὅλοι μαζί, πεθαμένοι καὶ ζωντανοί, εἴμαστε ἀλληλέγγυοι καὶ συνυπεύθυνοι. Ἔρχεται νὰ μᾶς ψιθυρίσει πὼς οἱ ὀμορφιές μας καὶ τὰ στολίδια μας καὶ τὰ ὑπάρχοντα, ποὺ τὰ νομίζαμε πολύτιμα, πᾶνε καὶ πᾶνε, πάλιωσαν καὶ τρίφτηκαν κι ἔγιναν σαρίδια, καὶ πὼς σὲ τίποτε ἄλλο δὲ φελᾶν παρὰ νὰ μᾶς βαραίνουν, ὅπως τὴν τραγικὴ καὶ τὴν ἀπελπισμένη Φαίδρα.
Ἔρχεται νὰ τὸ ψιθυρίσει στοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους τουλάχιστο.
Ἀπὸ τὶς παραμονὲς τοῦ περασμένου πολέμου οἱ πνευματικοὶ τεχνῖτες τῆς Εὐρώπης -ἐννοῶ τὰ ἐνδεικτικὰ ἔργα- ἔχουν καθαρὰ τὴ συνείδηση πὼς ζοῦν σ᾿ ἕναν κόσμο χαλασμένο. Αὐτὴ ἡ συνείδηση προκάλεσε ἐξαιρετικὰ βίαιες πνευματικὲς ἐπαναστάσεις, ποὺ φάνηκαν ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια της εἰρήνης. Ὅλη ἡ περίοδος τοῦ μεσοπολέμου μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ σᾶ μία περίοδος ἀπογνωσμένων ἀναζητήσεων, ἐσωτερικῶν ἀνασκαφῶν, ἐλέγχου τῆς πραγματικότητας ποὺ μᾶς περιστοιχίζει καὶ ποὺ γίνεται στάχτη στὰ δάχτυλα ποὺ τὴν ἀγγίζουν. Καὶ αὐτὰ ὁδηγοῦσαν στὸ ἀπροχώρητο, στὴ σιωπή. Ὑπῆρχε ἡ αἴσθηση μίας βαριᾶς ἁμαρτίας σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση. Πάνω σ᾿ αὐτὴ τὴν Ἔρμη Χώρα, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω ἕνα χαρακτηριστικὸ τίτλο τῶν χρόνων ἐκείνων, ἦρθαν ἄλλοι νέοι καὶ ζήτησαν νὰ χτίσουν. Ὁ ἱσπανικὸς πόλεμος, ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ σημερινοῦ, τοὺς ἔδωσε ἀφορμὴ νὰ δώσουν τὰ τελευταῖα σημάδια τους.
Ἀπὸ τὸν ἱσπανικὸ πόλεμο καὶ πέρα δὲν ξέρουμε πιά. Δὲν εἶναι ὑπερβολὴ νὰ ποῦμε πὼς περνοῦμε μία περίοδο πνευματικοῦ συσκοτισμοῦ στὴν Εὐρώπη. Ὁ σημερινὸς πόλεμος δὲν εἶναι, ὅπως ὁ περασμένος, ἐποχὴ καλλιτεχνικῆς δημιουργίας. Καὶ τὸ μόνο ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε εἶναι νὰ λογαριάζουμε τὴν περασμένη μας πεῖρα καὶ τὴν τωρινή, προσμένοντας τὴν αὐγὴ ποὺ ἀναπότρεπτα θὰ χαράξει. Τὸ μόνο ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε εἶναι νὰ κουβεντιάζουμε μὲ γνωστοὺς καὶ μ᾿ ἀγνώστους συντρόφους· νὰ προσέχουμε τὰ μηνύματα καὶ αὐτῶν καὶ τῶν ἀληθινῶν πνευματικῶν προγόνων μας· νὰ καθαρίζουμε τὴ συνείδησή μας ἀπὸ τὶς πρόσκαιρες φαντασιοπληξίες· καὶ νὰ πιστεύουμε πὼς ἕνας τόσο μεγάλος πόνος ὅπως ὁ σημερινὸς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ μία μεγάλη ἀνάσταση, καὶ νὰ κοιτάζουμε πὼς θὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ φανοῦμε ἀντάξιοί της· νὰ κάνουμε τὸ χρέος μας -«ποίημα τοῦ χρέους» ὀνόμαζε ἕνα ἀπὸ τὰ μεγάλα του ποιήματα ὁ Σολωμός. Ἡ ἀνάσταση αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι παρὰ μία ἀνάσταση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴν πιὸ βαριὰ ἔννοια. Καὶ σὰν τέτοια, θὰ πρέπει νὰ καταργήσει τὶς ὠμότητες, τὰ φίμωτρα, τὶς φυλακές, τὶς ὑποκρισίες. Θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἔτσι, ἢ θὰ ἔχουν πάει, ἀλίμονο, ὅλα αὐτὰ ποὺ ζοῦμε τώρα στὰ χαμένα· θὰ εἶναι ἔτσι, ἢ θὰ ἔχει πέσει ὁ κόσμος σὲ μία κατάσταση γενικῆς νεκροφάνειας. Καὶ ἂν γίνει αὐτὸ ποὺ πιστεύουμε καὶ ἀγωνιζόμαστε γιὰ νὰ γίνει, τότε εἶναι πολὺ πιθανό, πὼς στὴν πατρίδα μας, ὅπου γιὰ πρώτη φορὰ οἱ ἀνθρώπινες ἀξίες εἶδαν τὸ φῶς, οἱ φωτισμένοι καὶ οἱ μορφωμένοι θὰ καταλάβουν, γιατί ἀκριβῶς θὰ εἶναι πραγματικοὶ φωτισμένοι καὶ μορφωμένοι, πὼς ἡ παιδεία τῆς ψυχῆς τους θὰ ἔχει πολλὰ νὰ ὠφεληθεῖ ἀπὸ ἕνα ἔργο σὰν τοῦ Μακρυγιάννη, ποὺ εἶναι, καθὼς πιστεύω, ἡ συνείδηση ἑνὸς ὁλόκληρου λαοῦ- μία πολύτιμη διαθήκη.
Πηγή: Γιώργου Σεφέρη, «Δοκιμές», ἔκδ. Ἴκαρος, Ἀθῆναι 1981 (Δ´).