Tο μοιραίο δεκαήμερο

BΑΣIΛHΣ K. ΓOYNΑPHΣ
Αναπλ. Καθηγητής Τμήμα Βαλκανικών Σπουδών 
Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας
17 10 04 1283360 41 Tο μοιραίο δεκαήμερο
«Eνας φίλος μου», γράφει το Σάββατο 21 αυγούστου 1904 ο Mελάς στη σύζυγό του Nαταλία, «ο ανθυπολοχαγός Λούφας, ο οποίος μού παρέχει άσυλο από της αφίξεώς μου, ηθέλησε να κάμω την φωτογραφία μου. Συγκατατέθην εις τούτο. Σου στέλλω σήμερον το πρώτον αντίτυπον, αλλ’ υπό τον όρον να μην ιδή το φως της ημέρας. aν πέσω εκεί, ας είναι μια ανάμνησις εις σε και τα παιδάκια μου». Mε στολή «αντάρτη» ο Mελάς, τον απαθανάτισε ο Λαρισαίος φωτογράφος Γεράσιμος Δαφνόπουλος. Eίναι η τελευταία και έμελλε να γίνει η πιο διάσημη φωτογραφία του μέσα από τις αναπαραγωγές σε καρτ-ποστάλ, αφίσες, ζωγραφικά πορτρέτα, εμβλήματα κ.ά. (φωτ. συλλογή Nαταλία Iωαννίδη).
dot clear Tο μοιραίο δεκαήμερο
ΤO MYΣTHPIO που περιβάλλει τον θάνατο του Μελά οφείλεται σε τρεις λόγους. Ο πρώτος είναι ότι υπήρξε εξαρχής, από τη στιγμή του ατυχήματος της 13ης Οκτωβρίου 1904, μια συνωμοσία αποσιώπησης ορισμένων ενοχλητικών λεπτομερειών. Ο δεύτερος είναι ότι οι διαρροές που σημειώθηκαν, επειδή δεν ελέγχθηκαν ποτέ, έδωσαν έδαφος σε μια απίστευτη φημολογία. Σχεδόν όποιος βρέθηκε στη Μακεδονία τον Οκτώβριο του 1904 είχε άποψη για το θέμα. Ο τρίτος λόγος είναι ότι όσοι προσπάθησαν να επαναπροσεγγίσουν τον θάνατό του είτε αγνόησαν τις μαρτυρίες είτε παραπλανήθηκαν από τις πηγές. Είναι δυνατόν να αποκαλύψουμε σήμερα την αλήθεια; Iσως όχι πλήρως. Σίγουρα όμως με την προσεκτική χρήση διαφόρων πηγών μπορούμε να αποκαταστήσουμε τη σειρά των γεγονότων και να ανασυνθέσουμε τι συνέβη και τι δε συνέβη κατά το διάστημα 13-23 Οκτωβρίου 1904. Oλα τα διαθέσιμα στοιχεία είναι πλέον δημοσιευμένα και εύκολα προσβάσιμα. Τη μοιραία πορεία του Μελά προς τον θάνατο τη γνωρίζουμε από διάφορες πηγές: από τις επιστολές που έστελνε στη γυναίκα του, από την αναλυτική έκθεση που έστειλε ο ίδιος στο Μακεδονικό Κομιτάτο, από τις πληροφορίες που έφταναν μέσω Προξενείου Μοναστηρίου στο υπουργείο Εξωτερικών και, βέβαια, από τις εκ των υστέρων αφηγήσεις των συντρόφων του, άλλες γραπτές και άλλες προφορικές, που σιγά σιγά δημοσιοποιήθηκαν και ανακυκλώθηκαν στη βιβλιογραφία.
Eίσοδος στη Στάτιτσα
Εξουθενωμένος ψυχικά από την ατυχία της ατελέσφορης σύγκρουσης στον Πολυπόταμο (Νέρετ) στις 11 Οκτωβρίου, εξαντλημένος από τη διανυκτέρευση υπό βροχήν στο Βίτσι (11-12 Οκτωβρίου) και χωρίς να έχει αποκαταστήσει ακόμη επαφή με το σώμα του Θύμιου aνταλλαγή πυρών
τη διανυκτέρευση υπό βροχήν στο Βίτσι (11-12 Οκτωβρίου) και χωρίς να έχει αποκαταστήσει ακόμη επαφή με το σώμα του Θύμιου Καούδη, που βρισκόταν στο Ανταρτικό (Ζέλοβο), ο Μελάς και οι άνδρες του έφτασαν έξω από τη Στάτιτσα (Μελά) την Τρίτη 12 Οκτωβρίου. Eστειλαν έναν εντόπιο αντάρτη εντός του χωριού, ο οποίος συνάντησε τον Στατιτσινό Κωνσταντίνο (Ντίνα) Στεργίου. Ο Ντίνας, παλαιός σύντροφος του κομιτατζή Μήτρου Βλάχου, είχε σμίξει με το σώμα του Καούδη μόλις στις 22 Αυγούστου, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του οδηγού και συνδέσμου του ελληνικού σώματος, του Παύλου Κύρου. Hταν, άλλωστε, συστημένος από τον ίδιο τον Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη. Στις 11 Οκτωβρίου ο Ντίνας είχε σταλεί από το Ανταρτικό στη Στάτιτσα για να διαβιβάσει μηνύματα στην Καστοριά. Παρέτεινε όμως την παραμονή στο χωριό του, πιθανόν για λόγους αισθηματικούς. Αυτός ενθάρρυνε τον Μελά να εισέλθει το βράδυ στη Στάτιτσα και τον βοήθησε να διαμοιράσει τους κατάκοπους άνδρες του σε διάφορα σπίτια. Το σφάλμα ήταν μοιραίο, καθώς το χωριό διέθετε οργανωμένο βουλγαρικό πυρήνα. Την επομένη ο Μελάς έστειλε νέο μήνυμα στον Καούδη, ζητώντας του να συναντηθούν στις δύο ή τρεις τα χαράματα της 14ης Οκτωβρίου στο βουνό.

Το απόγευμα της 13ης, όμως, πριν νυχτώσει και αναχωρήσει το σώμα, έφτασε στη Στάτιτσα τουρκικό απόσπασμα μερικών δεκάδων στρατιωτών (ίσως και χωροφυλάκων) από το παρακείμενο Μακρυχώρι (Κόνομπλατ). Η παρουσία 35 ανδρών ήταν βέβαια αδύνατον να περάσει απαρατήρητη και αμαρτύρητη. Ο Καραβαγγέλης κατονομάζει ως προδότη κάποιον Κωνσταντίνο, ενεργούμενο του Μήτρου Βλάχου, μια συνωνυμία που ομολογουμένως πολύ εύκολα μπορεί να προκαλέσει σύγχυση. Οι στρατιώτες, αφού τριγύρισαν τους μαχαλάδες, τελικά εντόπισαν την ομάδα του Κρητικού Γεωργίου Βολάνη. Eτσι, ενώ σκοτείνιαζε, άρχισε η ανταλλαγή πυρών ακριβώς απέναντι από το κατάλυμα του Μελά. Ο Βολάνης και ο Χρήστος Παναγιωτίδης (Μαλέτσκος) ισχυρίστηκαν ότι επίθεση δέχτηκε μόνο το δικό τους καταφύγιο, ενώ ο Νικόλαος (Λάκης) Πύρζας, οδηγός και έμπιστος του Μελά, είπε ότι ο αρχηγός του άρχισε πρώτος το τουφεκίδι μαζί με τον Ντίνα, όταν Tούρκοι στρατιώτες προσπάθησαν να ακροβολιστούν στην αυλή του δικού τους καταλύματος για να προσβάλουν το σπίτι του Βολάνη. Σε κάθε περίπτωση, όταν σκοτείνιασε, κι ενώ η πολιορκία του Βολάνη και της ομάδας του συνεχιζόταν, ο Μελάς επιχείρησε έξοδο μαζί τους «συγκατοίκους» του Ντίνα, Πύρζα, Γιώργο Στρατηνάκη και Πέτρο Χατζητάση. Ανταλλάχτηκαν κατ’ αρχήν μερικοί πυροβολισμοί με έναν Tούρκο στρατιώτη, όπως μαρτυρεί ο Πύρζας. Τους άκουσε μάλιστα και ο Παναγιωτίδης από το διπλανό σπίτι, που διέκρινε τον κρότο επαναληπτικού όπλου και περιστρόφου, προφανώς του Μελά. Κατά τον Πύρζα, με προτροπή του Στρατηνάκη, κατέβηκαν όλοι με ανεμόσκαλα στον αχυρώνα, στο κάτω μέρος του σπιτιού, ενώ κατά τον Χατζητάση κατέβηκε μόνον ο Μελάς και ο Πύρζας. Ο Στρατηνάκης βγήκε πρώτος για να πάρει το όπλο του σκοτωμένου Τούρκου, γράφει ο Πύρζας στα απομνημονεύματά του, ενώ, αντίθετα, τα Χριστούγεννα του 1904 ο ίδιος είπε στην οικογένεια Δραγούμη ότι ο Στρατηνάκης δεν είχε εξέλθει πριν από τον τραυματισμό του αρχηγού. Ο Μελάς λοιπόν ξεμύτισε (ή κατέβηκε τη σκάλα) ακολουθούμενος από τον Ντίνα και τον Χατζητάση (σύμφωνα με τον Πύρζα) ή από τον Πύρζα (σύμφωνα με τον Χατζητάση). Και οι δύο πάντως συμφωνούν ότι ακούστηκε ένας μόνον πυροβολισμός, ενώ ο Ντίνας μόνον ανέφερε τουρκικό «πυρ ομαδόν». Ο Χατζητάσης διηγήθηκε (το 1927) σε ομήγυρη -και έχει καταγραφεί από μάλλον έγκυρη πηγή- ότι βρήκαν τον Μελά κάτω νεκρό και ο ίδιος είκασε ότι είχε εκπυρσοκροτήσει το όπλο του Πύρζα. Πάντως, ο Πύρζας την άλλη μέρα, αφού είχαν πλέον σωθεί, είπε στον Καούδη ότι ο Μελάς είχε χτυπηθεί ενώ έβγαιναν στο δρόμο, οι υπόλοιποι πήραν τα πράγματά του και έφυγαν. Στην οικογένεια Δραγούμη ο ίδιος ήταν, για ευνόητους λόγους, πιο αναλυτικός: περιέγραψε πως ο Μελάς χτυπημένος στη μέση γύρισε μέσα (στον αχυρώνα) -όπου βρισκόταν ακόμη ο ίδιος ο Πύρζας- και συνέχισε με τη δραματική περιγραφή του ξεζώματος, της παράδοσης των όπλων, του σταυρού και του ψυχορραγήματος του ήρωα. Τα ίδια περίπου θα πει για τον σταυρό και τα όπλα και ο Στρατηνάκης τον Νοέμβριο του 1904 στην εφημερίδα Εμπρός. Θα πει επίσης ότι Μελάς ξεψύχησε σε είκοσι λεπτά, ενώ ο Πύρζας ανέφερε μια ώρα.
Eκδοχές
Ο ίδιος ο Πύρζας δήλωσε ότι ο Μελάς χτυπήθηκε από τουρκικό μάουζερ -όπλο που στο δικό τους σώμα μόνο ο Παύλος διέθετε- ότι μερικές λίρες έσπασαν από τη σφαίρα και μπήκαν στο τραύμα. Η νεκροψία, που είχε ήδη διενεργηθεί στην Καστοριά, επιβεβαίωνε τα λόγια του όσον αφορά την πληγή και τις λίρες. Είπε επίσης ότι ο Μελάς ζητούσε επίμονα να τον αποτελειώσουν, ότι προσπάθησε μάλιστα να αυτοκτονήσει αλλά τον εμπόδισε ο ίδιος, ενώ ο Ντίνας ήταν μάλλον θετικός για την επίσπευση του μοιραίου, αφού κινδύνευαν να συλληφθούν άμεσα. Ο Βολάνης όμως άκουσε από τους πρωταγωνιστές -και το μετέφερε χωρίς επιφύλαξη αργότερα- ότι τελικά ο Μελάς όντως αυτοκτόνησε με το περίστροφό του. Μάλλον απίθανη εκδοχή. Εξάλλου, το κεφάλι του νεκρού το είδαν τουλάχιστον δύο άτομα, ο προξενικός υπάλληλος που το αναγνώρισε και το έθαψε και η αδελφή του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, η Κλεονίκη, η οποία συνόδευσε τη Ναταλία Μελά στο Πισοδέρι το 1907. Ούτε έγινε ποτέ αναφορά, από όσα στοιχεία της νεκροψίας γνωστοποιήθηκαν στον Τύπο από τουρκικής πλευράς, για δεύτερη σφαίρα στο σώμα του. Ο Καούδης, όμως, μεταπολεμικά έγραψε ότι, όπως έμαθε, ο αρχηγός είχε χτυπηθεί από «μολύβι» κι όχι από σφαίρα επαναληπτικού. aφησε έτσι ανοιχτό το ενδεχόμενο να έπεσε από όπλο αντάρτη. Eγραψε επίσης ο ίδιος ότι τελικά ο Πύρζας είχε καμφθεί από τις πιέσεις και άφησε να αποτελειώσουν τον Μελά οι «άλλοι». Δεν ήταν όμως αυτόπτης μάρτυρας ούτε αυτός ούτε ο Βολάνης. Ποιος τους τα είπε; Δεν είναι εύκολο να πει κανείς με βάση αυτές τις πηγές τι έγινε και με ποιανού ευθύνη στην αυλή του σπιτιού. Αν ο Παύλος πέθανε μόνο σε είκοσι λεπτά, όπως είπε ο Στρατηνάκης τότε, γιατί να τεθεί θέμα επίσπευσης; Το βέβαιο είναι ότι ο νεκρός Μελάς αφέθηκε προσωρινά στον αχυρώνα και ενταφιάστηκε αργότερα -ίσως την ίδια νύχτα- από τους χωρικούς.
Στο aνταρτικό
Η εγκατάλειψη του νεκρού Μελά, ενός ζωντανού θρύλου, ήταν αρκετή για να προκαλέσει από μόνη της τύψεις και ενοχές στους άνδρες, ειδικά στον αφοσιωμένο Πύρζα. Ακολούθησαν όμως πολλά και διάφορα ψέματα, τα οποία επέτειναν την υποψία της συγκάλυψης κάποιου μυστικού, ενώ οι τουρκικές αρχές, ήδη στα μέσα Νοεμβρίου, διοχέτευσαν σκοπίμως την πληροφορία ότι ο Μελάς είχε δολοφονηθεί από κακοποιημένο σύντροφό του. Οι περισσότερες ανακρίβειες των αφηγήσεων αυτών μάλλον οφείλονταν στον τρόπο με τον οποίο έγινε η μεταφορά των πληροφοριών, αλλά δεν ήταν όλες εντελώς αθώες. Πύρζας, Ντίνας, Χατζητάσης και Στρατηνάκης έφτασαν το πρωί της Πέμπτης 14ης Οκτωβρίου στο παρακείμενο Ανταρτικό, όπου συνάντησαν τον Καούδη, τον Κύρου και τους λιγοστούς άνδρες τους. Εκεί ο Κύρου, που ήδη βαρυνόταν με την κατάδοση του Κώτα στους Τούρκους, προφανώς συνειδητοποίησε αμέσως τις μοιραίες συνέπειες που είχε η πεισματική αντίρρησή του να σπεύσουν σε συνάντηση του Μελά, όσο κι αν είχαν ψυχρανθεί οι μεταξύ τους σχέσεις εξαιτίας της υπόθεσης Κώτα.
Το περίεργο πάντως είναι ότι δεν ειδοποιήθηκε άμεσα το προξενείο, αλλά εστάλη ο Ντίνας την ίδια μέρα και πάλι πίσω στη Στάτιτσα από όπου επέστρεψε μόνον το πρωί του Σαββάτου 16 Οκτωβρίου. Ο νεκρός δεν είχε εντοπιστεί ακόμη κι είχε θαφτεί με μυστικότητα, είπε, αλλά ο κίνδυνος «να του πάρουν το κεφάλι», κατά τη ρήση του Ντίνα, δεν είχε παρέλθει. Τότε μόνον, στις 16, ειδοποιήθηκε γραπτώς από τον Πύρζα το προξενείο Μοναστηρίου για τα καθέκαστα με τον δάσκαλο του Πισοδερίου Αναστάσιο Παπαφιλίππου. Χωριστά στάλθηκε την ίδια μέρα στον πρόξενο το σακίδιο του Μελά με τον Χρήστο Στογιάννη. Σύμφωνα με την επιστολή αυτή, της 16ης, ο Μελάς είχε ορμήσει πρώτος και είχε πληγωθεί στη μέση. Την επομένη, το βράδυ της 17ης Οκτωβρίου, έφυγαν όλοι οι Μακεδονομάχοι από το Ανταρτικό, εκτός του Κύρου και των δικών του, με προορισμό τη Δροσοπηγή. Πριν από την αναχώρηση ο Καούδης έδωσε πέντε λίρες στον Ντίνα για να πάρει Στατιτσινούς και όλοι μαζί να φέρουν τον νεκρό του Μελά στο Ανταρτικό. Παραδόξως, μαζί με όλους τους άλλους, έφυγε και ο Πύρζας, μολονότι αναμενόταν ο νεκρός του Μελά τις επόμενες ώρες.
Eνέργειες του προξενείου
Στις οκτώ η ώρα το πρωί της Κυριακής 17 Οκτωβρίου το προξενείο απέστειλε εκτενές τηλεγράφημα προς την Αθήνα με τα κακά μαντάτα. Ταυτόχρονα έστειλε σιδηροδρομικώς στη Φλώρινα τον υπάλληλο του προξενείου Βασίλη Αγοραστό με τελικό προορισμό το Πισοδέρι για να μάθει σχετικά με την ταφή. Την επομένη (18), σε απάντηση σχετικής ερώτησης του υπουργού για την ταφή, ο Κοντογούρης συμπλήρωσε, προφανώς και πάλι με βάση τη μοναδική επιστολή του Πύρζα, ότι ο Μελάς είχε ενταφιαστεί ήδη με τη φροντίδα του μουχτάρη της Στάτιτσας, στο σπίτι του οποίου είχε καταλύσει, ό,τι τους είχε πει δηλαδή ο Ντίνας, όταν επέστρεψε στο Ανταρτικό το πρωί της 16ης. Λίγο αργότερα, την ίδια μέρα (18), παρέδωσε το σακίδιο του Μελά στο προξενείο ο Χρήστος Στογιάννη.
Από την κατοπινή επιστολή του Αγοραστού προς τον παλαιό του συνάδελφο Iωνα Δραγούμη γνωρίζουμε ότι ο υπάλληλος του προξενείου έφτασε στο Ανταρτικό μαζί με μερικούς Πισοδερίτες και εκπαιδευτικούς της Μοδεστείου Σχολής στις τέσσερις η ώρα τα χαράματα της 18ης Οκτωβρίου. Βρήκε μόνον τον Κύρου, ο οποίος του είπε ότι είχε στείλει τον Ντίνα μόλις πριν από μερικές ώρες, τα μεσάνυχτα, για να φέρει τον νεκρό. Πράγματι ο Ντίνας επέστρεψε γύρω στις 6-7 το πρωί της 18ης Οκτωβρίου, φέροντας μαζί του μόνον την κεφαλή του Μελά. Εξήγησε ότι, την ώρα που άρχισε να σκάβει το σημείο της πρόχειρης ταφής, ειδοποιήθηκε για την άφιξη στρατιωτικού αποσπάσματος κι έτσι έσπευσε να κόψει το κεφάλι. Ξεγλίστρησε από το χωριό, ενώ ο αποσπασματάρχης έδερνε τον κοτζάμπαση και απειλούσε με πυρπόληση το χωριό, αν δεν μάθαινε πού είχε ενταφιαστεί ο νεκρός αντάρτης. Oλα αυτά πριν καν ξημερώσει. Ο Ντίνας ξέσπασε σε κλάματα, ο Αγοραστός έκλαιγε επίσης, ενώ στο ημίφως αναγνώρισε την κεφαλή του Παύλου, τον οποίο είχε συναντήσει στο προξενείο Μοναστηρίου πριν από μερικούς μήνες. Η κηδεία έγινε το βράδυ και λίγο αργότερα -τα μεσάνυχτα- ο Αγοραστός ξεκίνησε πίσω για το Μοναστήρι.
H προξενική αναφορά
Στο Προξενείο Μοναστηρίου, αργά το βράδυ της Τρίτης 19 Οκτωβρίου, συντάχθηκε η πολυσέλιδη αναφορά για το τέλος του Μελά. Βασιζόταν προφανώς στα όσα είπαν στον Αγοραστό ο Κύρου και, κυρίως, ο «αυτόπτης» Ντίνας. Το κείμενο περιείχε ένα σωρό στοιχεία για το πώς ακριβώς τους είχε προδώσει ο Μήτρος Βλάχος. Ανέφερε τόσες εντυπωσιακές λεπτομέρειες για το τι ακριβώς περιείχε η κατάδοση του Βλάχου, που μόνο ο γραφέας, ο κομιστής της επιστολής (αν βέβαια ήξερε τη γλώσσα γραφής της) και ο Tούρκος αποσπασματάρχης Μακρυχωρίου θα μπορούσαν να τις γνωρίζουν. Αν δεχτούμε ότι ο Αγοραστός μετέφερε επακριβώς όσα άκουσε, τότε ο Κύρου του είπε ψέματα, πως τάχα ο τουρκικός στρατός, που είχε καταλάβει την ορεινή διάβαση, τους εμπόδισε να ενωθούν με τον Μελά την κρίσιμη στιγμή. Πώς μπορούσε σε τέτοιες στιγμές να αναλάβει ανοιχτά την ευθύνη του; Του είπε επίσης ψέματα ότι ο Ντίνας ήταν ψυχογιός του Μελά. Επίσης, κρίνοντας από τις άλλες μαρτυρίες, ψέματα του είπε και ο Ντίνας, όταν ήρθε με την κεφαλή: ότι οι Τούρκοι είχαν προσβάλει μόνον το δικό του κατάλυμα, ότι ο Μελάς επιχείρησε έφοδο, αλλά οι στρατιώτες πυροβόλησαν ομαδόν εναντίον του, γνωρίζοντας επακριβώς από τον προδότη Μήτρο Βλάχο την κρυψώνα του. Τον Παύλο χτύπησε, αναφέρει η έκθεση, πάνω από τον ομφαλό η σφαίρα ενός χωροφύλακα, τον οποίο μάλιστα ο Μελάς πρόλαβε να αντιπυροβολήσει και να σκοτώσει. Τέτοιο τραύμα θα δικαιολογούσε απόλυτα ένα μάλλον σύντομο θάνατο από αιμορραγία. Τελικά, μέσα από το πολυσέλιδο αυτό κείμενο, ο πρόξενος, εν αγνοία του, καθιέρωσε τον Ντίνα ως παλικάρι του Μελά, μολονότι δεν γνωρίζονταν ούτε 24 ώρες και νομιμοποίησε πλήρως τις αντιφατικές μαρτυρίες του. Oμως αυτές τελικά ξεχάστηκαν. Μακροπρόθεσμα επικράτησε η εκδοχή τού Πύρζα, αφού αυτή πέρασε αυτούσια στο βιβλίο της Ναταλίας Μελά για τον Παύλο ήδη από το 1926, αλλά και στον Μάγκα της Πηνελόπης Δέλτα το 1935. Τίποτε δεν στάθηκε δυνατόν να την επισκιάσει.
Tουρκική έρευνα
17 10 04 1283360 181 Tο μοιραίο δεκαήμερο Tο σπίτι στη Στάτιτσα, όπου βράδυ, 13 Oκτωβρίου 1904 παίχθηκε το δραματικό τέλος. Eπιχειρώντας έξοδο με τους τέσσερις συντρόφους του από το κατώι, πληγώθηκε θανάσιμα. Φωτογραφία τραβηγμένη στα 1926, με τους Λάκη Πύρζα, οδηγό και έμπιστο του Mελά στις τρεις περιοδείες του, υπαρχηγό στην τρίτη (αριστερά) και Πέτρο Xατζητάση (δεξιά), που ήταν παρόντες κατά τον θάνατο του Mελά. Tο σπίτι αγοράστηκε το 1963 από τον I. K. Mαζαράκη – aινιάν, νομάρχη τότε Kαστοριάς, αποκαταστάθηκε στην αρχική του μορφή, διαμορφώθηκε στη συνέχεια σε Mουσείο και δωρήθηκε στην Kοινότητα Mελά. aπό τότε καθιερώθηκε κάθε χρόνο στις 13 Oκτωβρίου να γίνεται επιμνημόσυνος τελετή (φωτ.: Nαταλία Mελά «Παύλος Mελάς», 1964).dot clear Tο μοιραίο δεκαήμερο
Σύμφωνα με επιστολές του προξένου Κοντογούρη προς το υπουργείο (της 25ης Οκτωβρίου) και του Καραβαγγέλη προς τον Iωνα (της 26 Νοεμβρίου), στις 23 Σεπτεμβρίου έγινε τουρκική έρευνα στη Στάτιτσα, οπότε αποκαλύφτηκε το ακέφαλο πτώμα και μεταφέρθηκε στην Καστοριά. Ο Κοντογούρης απέδωσε τη δεύτερη έρευνα στα νέα των ελληνικών εφημερίδων, που έφτασαν, έγραψε, στο Μοναστήρι τηλεγραφικώς μέσω της τουρκικής πρεσβείας Αθηνών και της Κωνσταντινουπόλεως. Αν δεχτούμε την εκδοχή των δύο τουρκικών ερευνών (στις 18 και τις 23), τότε ο Καραβαγγέλης στα απομνημονεύματά του τις συνέφυρε. Είπε ότι την ίδια ώρα που ο «Δίνε», όπως ονομάζει τον Ντίνα, έμπαινε στο χωριό έφτασε «μυρμηγκιά στρατού», που γνώριζε για τον θάνατο του Μελά, μάλιστα ισχυρίστηκε ότι αυτός έστειλε τον Ντίνα να πάρει το σώμα. Είναι δεδομένο ότι το πρωινό τηλεγράφημα της 17ης Οκτωβρίου από το Μοναστήρι έφτασε στο υπουργείο Εξωτερικών τα χαράγματα της 18ης. Από τον Τύπο της 19ης φαίνεται ότι τα νέα έφτασαν στο σπίτι των Δραγούμηδων το πρωί της προηγουμένης. Πιθανόν μέχρι το μεσημέρι της 18ης να τα ήξερε και η τουρκική πρεσβεία. Αλλά πάντως η πρώτη εκταφή, από τον Ντίνα, είχε ήδη γίνει. ‘Η μήπως ο μητροπολίτης, παρά τον συμφυρμό, είχε δίκαιο τελικά; Μήπως, δηλαδή, έγινε μόνο μία έρευνα και ανάκριση μετά ξύλου, στις 23; aλλωστε, η παρουσία του τουρκικού στρατού τα χαράγματα της 18ης στη Στάτιτσα, δεν τεκμηριώνεται προς το παρόν από άλλη πηγή.
aιωρούμενες υποψίες
Αν δεν έλειπαν οι σαφείς υπαινιγμοί του Χατζητάση εις βάρος του Πύρζα, αλλά και του Πύρζα εις βάρος του Ντίνα -τους οποίους φαίνεται ότι διέρρευσε και σε άλλους- θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι πρόκειται απλώς για το καθιερωμένο παρασκήνιο, που δημιουργεί η ανάγκη να αποδοθούν ευθύνες για μια σημαντική απώλεια. Σίγουρα ήταν κάτι παραπάνω από κενές παρασκηνιακές αλληλοκατηγορίες, αλλά κάτι λιγότερο συγκλονιστικό από τα απίστευτα συνωμοτικά σενάρια περί κλοπών, αντιζηλιών και δολοφονιών, που εξυφάνθηκαν εκ των υστέρων κυρίως μεταξύ των χωρικών της Στάτιτσας. Κάτι γνώριζαν, αλλά πολύ περισσότερα φαντάζονταν.
Τελικά τα περισσότερα ερωτήματα θα παρέμεναν ανοιχτά, αν δεν δημοσιευόταν το 2003 το ογκώδες ημερολόγιο του περίφημου για τη δράση του αρχηγού του Αγώνα και μετέπειτα υπουργού Στρατιωτικών, του Γεωργίου Τσόντου, γνωστού ως καπετάν Βάρδα. Αναφέρει ο Τσόντος στην εγγραφή της 17ης Ιουλίου 1907, με βάση πληροφορίες από τη Στάτιτσα, τις οποίες αποδέχεται χωρίς να αιφνιδιάζεται, ότι το 1905 ο Ντίνας είχε μεταναστεύσει στην Αμερική, επειδή φοβόταν για τη ζωή του, αφού αυτός είχε αποτελειώσει τον τραυματισμένο Μελά. Επιβεβαιώνει λοιπόν η μαρτυρία αυτή τις υποψίες που ο Πύρζας είχε αφήσει να αιωρούνται και τις φήμες που κυκλοφορούσαν προπολεμικά στον χώρο των παλαιμάχων του Αγώνα. Εξηγεί επίσης, ως ένα σημείο, τις ενοχές του Πύρζα, τα ψέματα του Ντίνα προς τον Αγοραστό και τις αντιφάσεις στις μαρτυρίες των Ντίνα, Πύρζα, Στρατηνάκη και Χατζητάση για τις τελευταίες στιγμές του Παύλου.
aίσθηση συγκάλυψης
Τα στοιχεία αυτά οπωσδήποτε μειώνουν τη βαρύτητα των μαρτυριών του Ντίνα και επαναθέτουν το ζήτημα μήπως η άφιξη του τουρκικού στρατού τη στιγμή της εκταφής ήταν δική του επινόηση, είτε για να τελειώνει γρηγορότερα την αποστολή του και να αποφύγει την πληρωμή μισθών σε βοηθούς είτε επειδή είχε ειδικούς λόγους να μην εξετάσουν άλλοι τον νεκρό του Μελά. aλλωστε, παραμένει ανεξήγητο γιατί ο Πύρζας δεν είπε ευθέως την αλήθεια, γιατί κάλυψε κι αυτός και οι άλλοι τον Ντίνα, που ούτε τον ήξεραν και πιθανόν ούτε τον ξαναείδαν -αν τον ξαναείδαν- για χρόνια; Για να αποφύγει απλώς την κατηγορία ότι ενέδωσε -όπως του το καταμαρτύρησε άλλωστε ο Καούδης- στις πιέσεις των ανδρών να φύγουν το γρηγορότερο ή γιατί ο Ντίνας ήταν ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας στην πιθανολογούμενη μοιραία εκπυρσοκρότηση του όπλου του; Την αίσθηση της συγκάλυψης επιτείνει και η άλλως ανεξήγητη καθυστέρηση της αναφοράς προς το προξενείο, αλλά και η «συζήτηση» για το μοιραίο βόλι. Για να αιτιολογηθεί η απουσία βλήματος Μάουζερ στον νεκρό έπρεπε να υπάρχουν στο τουρκικό απόσπασμα και χωροφύλακες, που διέθεταν όπλα σαν των ανταρτών. Γι’ αυτό και ανεξήγητα μεγάλο μέρος των μαρτυριών των πρωταγωνιστών περιστράφηκε γύρω από το θέμα αυτό.
Κανείς δεν μπορεί πλέον να προσφέρει κάτι παραπάνω στην έρευνα αυτή, χωρίς να ερευνήσει τα οθωμανικά ή τα βουλγαρικά αρχεία. Μόνον από αυτά πιθανόν θα μάθουμε αν ο Μήτρος Βλάχος όντως πρόδωσε τον Μελά, ποιος ήταν πράγματι ο Ντίνας, πώς έμαθε στις 15 Οκτωβρίου τόσες λεπτομέρειες για την προδοσία, και τι έδειξε η ιατροδικαστική εξέταση στην Καστοριά. Oμως όλα αυτά δεν έχουν τελικά και τόση σημασία για την Ιστορία. Η θέση του καπετάν Μίκη Ζέζα ως συμβόλου του Μακεδονικού Αγώνα και της ανιδιοτελούς θυσίας για την πατρίδα, θέση για την οποία προετοιμαζόταν ψυχολογικά και έμπρακτα σε ολόκληρη τη σύντομη ζωή του, δεν απειλείται διόλου. Hταν πραγματικός ήρωας.
Οι πηγές
Τα έγγραφα του υπουργείου των Εξωτερικών που αφορούν τα γεγονότα του θανάτου του Μελά περιέχονται όλα στον τόμο Οι απαρχές του Μακεδονικού Αγώνα (1903-1904): 100 έγγραφα από το Αρχείο του υπουργείου των Εξωτερικών, που εκδόθηκαν το 1996 στη Θεσσαλονίκη από το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα. Στα παραρτήματα 4-7 του τόμου Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού του ΓΕΣ περιλαμβάνονται η αφήγηση του Ε. Καούδη, η τελευταία έκθεση του Παύλου Μελά, η έκθεση του Γ. Βολάνη, τηλεγράφημα του Προξενείου Μοναστηρίου και η επιστολή του Β. Αγοραστού προς τον Ι. Δραγούμη. Την έκδοση του ημερολογίου του Ευθυμίου Καούδη επιμελήθηκε ο Βασίλης Κ. Γούναρης (1992) και των απομνημονευμάτων του ο aγγελος Χοτζίδης (1996). Και τα δύο εκδόθηκαν από το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα. Τα απομνημονεύματα του Ιωάννη Καραβίτη δημοσιεύτηκαν αρχικά (1949-1950) σε συνέχειες στην εφημερίδα Ελληνικός Βορράς. Τα επανέκδωσε σε δύο τόμους ο Γιώργος Πετσίβας το 1994. Στις σημειώσεις 142-149 του 1ου τόμου ο Πετσίβας παραθέτει συγκεντρωμένες αρκετές πηγές για τον θάνατο του Μελά. Ανάμεσα σ’ αυτές, την επιστολή του Παναγιωτίδη (Μαλέτσκου) προς τον Ταχυδρόμο της Θεσσαλονίκης (17 Απρ. 1927). Ο Πετσίβας εξέδωσε επίσης σε τρεις τόμους το 2003 τα εν μέρει κρυπτογραφημένα ημερολόγια του Γεωργίου Τσόντου-Βάρδα της περιόδου 1904-1907, τα οποία αποτελούν ακόμη μια ανεκμετάλλευτη ιστορική πηγή για τον Αγώνα. Την περιγραφή του Χατζητάση, που ενοχοποιεί τον Πύρζα, την άκουσε ο ίδιος ο Τάκης Κύρου το 1927 και την παραδίδει στο βιβλίο του Παύλος Κύρου (Φλώρινα, 1978), σ. 58. Τα κείμενα του Λάκη Πύρζα, που όμως είναι απίθανο να είναι πραγματικές ημερολογιακές καταγραφές, τα εξέδωσε ο Π. Παπασταμάτης στο περιοδικό Αριστοτέλης της Φλώρινας το 1960, με τρόπο που αφήνει πολλά ερωτήματα για την πιστότητά τους. Το απόσπασμα της αφήγησης του Πύρζα στην οικογένεια Δραγούμη, από το ημερολόγιο του Φίλιππου Δραγούμη, παρουσίασε το 1984 ο Γιώργος Ιωάννου στο Συμπόσιο. Ο Μακεδονικός Αγώνας (βλ. σ. 167-9 των πρακτικών, που εξέδωσε το ΙΜΧΑ το 1987). Την αφήγηση του Στρατηνάκη δημοσίευσε το Εμπρός (11 Νοεμβρίου 1904). Στα φύλλα Οκτωβρίου και Νοεμβρίου της ίδιας εφημερίδας βρίσκονται ποικίλες, χρήσιμες αναφορές που φωτίζουν όψεις του θανάτου του Μελά και ξαφνιάζουν για το πόσο πολλές λεπτομέρειες ήταν γνωστές στο ευρύ κοινό. Το ημερολόγιο του Μελά και τις επιστολές του επιμελήθηκε η ίδια η Ναταλία Μελά. Για πρώτη φορά εκδόθηκαν ανώνυμα στην Αλεξάνδρεια το 1926. Τα απομνημονεύματα του Καραβαγγέλη (ΙΜΧΑ 1959) δεν μπορούν να θεωρηθούν πηγή για τον θάνατο του Μελά, αλλά μόνο –και πάλι με επιφύλαξη– για όσα προηγήθηκαν και ακολούθησαν.