Αρχ..Δανιήλ Γούβαλη
Σε διάφορα διαμερίσματα μιας χριστιανικής χώρας υπάρχουν κατά κανόνα προστάτες άγιοι. Έτσι στον χώρο των Κυκλάδων δεσπόζει η Μεγαλόχαρη Μητέρα του Χριστού με κέντρο την Τήνο. Στον χώρο της Δωδεκανήσου γύρω στην Ρόδο δεσπόζει ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, ο περίφημος Πανορμίτης, με καθέδρα την Σύμη. Και στον χώρο της Μακεδονίας δεσπόζει ο μεγαλομάρτυς Δημήτριος με έδρα την ένδοξη Θεσσαλονίκη.
Η υπερβολική καθαρότητα και αγνότητα του Δημητρίου, καθώς και ο ένθεος ζήλος του για την διάδοση των χριστιανικών αληθειών, τον ανέδειξαν σε αστέρα πρώτου μεγέθους μέσα στο αγιολογικό στερέωμα. Κατοίκησε μέσα του η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Από την ύπαρξη του αγίου Δημητρίου εκτοξεύονταν δέσμες πνευματικών ακτίνων πού σκόρπιζαν γύρω του το θείο φως και την θεία δύναμη. Τα υπερφυσικά σημεία πού συνδέονται με την δράση του Αγίου δεν μετρούνται. Είναι αναρίθμητα και ιδιαιτέρως θαυμαστά.
Το πιο εξαίσιο υπήρξε αυτό πού παρατηρήθηκε στον τάφο του. Κατέστη πηγή από την οποία έτρεχε μύρο.
Σημειώνει ο Μέγας Συναξαριστής:
«Μετά τον θάνατον του Αγίου, θέλων ο Θεός να τον δοξάσει εις όλον τον κόσμον, οικονόμησε και εξήρχετο μύρον από το σώμα του τόσον πολύ, ώστε αν και οι εντόπιοι και οι από άλλα μάκρυνα μέρη ερχόμενοι ελάμβανον, ουχί μόνον δεν εξηντλείτο, αλλά μάλλον ηύξανε πρεσβείας του Άγιου. Είχεν όμως το μύρον τούτο και την δύναμιν να προξενή μεγάλας ιατρείας, και δια τούτο ελάμβαναν αυτό μετά μεγάλης πίστεως και το έπινον».
Οι υμνογράφοι της Εκκλησίας δεν παραλείπουν να εξαίρουν την υπερφυή μυροβλυσία από τον τάφο του Μεγαλομάρτυρας:
«Δέξαι μου τον ύμνον, στεφηφόρε, κροτούντα του μύρου σου την χάριν σήμερον» —«τω μύρω σου, λαμπρώς ευωδιάσας, Χριστού μύρου ποίησον άξιον σκήνωμα»— «τα μύρα σου, σοφέ, την νέαν κτίσιν συνάγει προς ένωσιν μύρου του κρείττονος»— «ως μέγας Κυρίου ποταμός τέρπει λαμπρώς την πόλιν σου του μύρου τοις ορμήμασιν». Δηλαδή: «Ας δεχθής, στεφανωμένε Δημήτριε, το υμνολογικό τραγούδι μου, καθώς σήμερα εξυμνώ πανηγυρικά την χάρι του μύρου σου»— «Εσύ, Άγιε Δημήτριε, πού με το μύρο σου γέμισες από λαμπρή ευωδία, κάνε με κι έμενα άξιο σκήνωμα και κατοικητήριο του μύρου του Χριστού» — «Τα μύρα σου, σοφέ Δημήτριε, συγκεντρώνουν τον χριστιανικό λαό και τον βοηθούν ενωθεί με το ανώτερο Μύρο, δηλαδή με τον Χριστό»— «Είσαι σαν ένα μεγάλο ποτάμι του Κυρίου πού σκορπίζεις χαρά και τέρψι στην πόλη σου την Θεσσαλονίκη, με τις ορμητικές ροές του μύρου».
Να θυμηθούμε εδώ και κάποιο περιστατικό πού σχετίζεται μ’ έναν ασκητή του όρους Χολομώντος, στον οποίο έδειξε ο Θεός την μυροβλυτική χάρη του Αγίου, διαλύοντάς του έτσι κάποιες αμφιβολίες.
Μία νύχτα που κοιμόταν ο ερημίτης αυτός στο κελλί του, του φάνηκε πώς βρέθηκε στον ναό του Αγίου Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη. Αντίκρισε εκεί τον φύλακα. Ζήτησε να του ξεκλειδώσει τον τάφο του Αγίου. Μόλις προσκύνησε, είδε τον τάφο βρεγμένο από μύρο. Μοσχοβολούσε ο τόπος. Κατόπιν λέει στον άνθρωπο να σκάψουν να δουν από που ακριβώς βγαίνει το άγιο αυτό άρωμα. Άρχισαν να σκάβουν μέχρι που έπεσαν επάνω σε μία μαρμάρινη πλάκα. Την ανασήκωσαν με δυσκολία και τι να δουν; Το σώμα του Αγίου ήταν λαμπρό και ωραίο και από τις τρύπες που είχε επάνω του, διότι θανατώθηκε με τις λόγχες των ακοντίων, έρεε το εύωδιαστό υγρό. Τόσο πολύ μύρο έβγαινε, ώστε να ραντισθεί ολόκληρο το σώμα του φύλακα. Από την υπερβολή του μύρου και από την ένταση της ευωδιάς ο ασκητής άρχισε να δυσκολεύεται στην αναπνοή και κινδύνευε να πνίγη. Στον φόβο πού δοκίμασε, έβγαλε μία ισχυρή κραυγή: «Άγιε Δημήτριε, βοήθει μοι». Με την δυνατή αυτή φωνή συνήλθε από την έκσταση και από την κατάσταση που βρισκόταν. Δεν άργησε να συνειδητοποίηση, ότι τόσο ο ίδιος όσο και τα ρούχα του ήταν μουσκεμένα από το μύρο. Μόλις ξεπρόβαλε η καινούργια μέρα, ο ερημίτης με πλήρη βεβαιότητα για την μεγάλη αγιοσύνη του αγίου Δημητρίου ξεκίνησε για την Θεσσαλονίκη. Παρέμεινε για αρκετές ημέρες μέσα στο ναό κηρύττοντας και ανακηρύττοντας τα πνευματικά ύψη της αγιότητος, στα οποία ανήλθε ο Δημήτριος.
Με το μύρο γιατρεύονταν ασθενείς. Σιγά-σιγά σχηματίσθηκε ένα βιβλίο, οπού καταχωρούνταν τα θαύματα πού γίνονταν με το αγιασμένο αυτό υγρό. Αργότερα, κατά τους 7ο, 9ο και 10ο αιώνα, συντάχθηκαν τρία βιβλία θαυμάτων του Αγίου.
Όσο δόξασε ο άγιος Δημήτριος τον Θεό με την ενάρετη και ολοκάθαρη ζωή του, τόσο ετίμησε και ο Θεός τον άνθρωπό του με την επιτέλεση αναρίθμητων θαυματουργιών. Ο υμνογράφος —εδώ πρόκειται για τον Ανδρέα Κρήτης— τον χαρακτηρίζει ως «θαύμασιν εκλάμψαντα πάση τη οικουμένη»— έλαμψε με τα θαύματα του σ’ όλο τον κόσμο.
Μία σειρά θαυμάτων αναφέρεται στην προστασία της πόλεως του, της Θεσσαλονίκης, από ασθένειες, από θανατικό, από αιχμαλωσία, από επιδρομές έχθρων. Δικαίως χαρακτηρίσθηκε σαν «φιλόπολις, φιλόπατρις, σωσίπολις και σωσίπατρις» και σαν «πύργος Θεσσαλονίκης ο απόρθητος». Σ’ ένα εγκωμιαστικό κείμενο του 14ου αιώνος διαβάζουμε τα εξής: «Γίνεται σ’ εμάς τους Θεσσαλονικείς ο Δημήτριος προστάτης, βοηθός, αρχηγός σωτηρίας, βοηθός σε κάθε ζήτημα. Και δεν ξεχνάει την κληρονομιά του, και όλο βέβαια τον κόσμο και τους ανθρώπους, αλλά ιδιαίτερα τούτη την δική του περιώνυμη και περίφημη πόλη, (δηλαδή την Θεσσαλονίκη), την πόλη οπού γεννήθηκε, οπού έγινε λαμπρός και ένδοξος, οπού υπέστη μαρτύρια και γνώρισε το μακάριο τέλος του».
Ας παρουσιάσουμε τώρα αυτό που έγινε τότε πού ενοχλείτο η Βυζαντινή αυτοκρατορία από τις απειλές των Αβάρων ή για την ακρίβεια των Αβαροσλάβων. Το περιστατικό συνέβη τον Σεπτέμβριο του 597 μ.Χ., επί αυτοκράτορος Μαυρικίου.
Οι Άβαροι είχαν αποφασίσει να πολιορκήσουν και να κυριεύσουν την Θεσσαλονίκη. Είχαν κατορθώσει τον αποκλεισμό της πόλεως και τα πράγματα δεν φαίνονταν αισιόδοξα. Τότε, στον ναό του άγιου Δημητρίου, συνέβη το επόμενο εντυπωσιακό περιστατικό.
Κάποια φορά βρισκόταν μέσα στον ναό μόνο ένας πρωτοσπαθάριος, πολύ ενάρετος, πού του άρεσε να προσφέρει χρόνο και υπηρεσία στον ναό του Αγίου. Αυτός είδε δύο λαμπρούς κι επιβλητικούς νέους, σαν αυτούς πού υπηρετούν στα ανάκτορα ως υπασπιστές του Βασιλέως, οι οποίοι ζήτησαν να τους παρουσιάσει στον Κύριο του οίκου. Εκείνος τους άνοιξε τις πόρτες του διαμερίσματος του τάφου του Αγίου. Φάνηκαν σαν γνώριμοι στον Άγιο. Αφού εκείνος τους χαιρέτησε, περίμενε να του μεταφέρουν το βασιλικό μήνυμα. Κι εκείνοι του είπαν: «Ο Βασιλεύς διατάσσει την αγιοσύνη σου να εγκατάλειψης την πόλη και να κατευθυνθείς προς αυτόν, διότι θέλει να παραδώσει την πόλη στα χέρια των Αβάρων». Τότε ο άγιος Δημητριός χλώμιασε, έσκυψε κάτω το κεφάλι, δάκρυσε και για πολλή ώρα έμεινε άφωνος. Τότε ο πρωτοσπαθάριος είπε: «Αν ήξερα ότι ο ερχομός σας θα προξενούσε τόση θλίψη, δεν θα σας παρουσίαζα στον κύριο μου». Μετά από ώρα ο Άγιος άνοιξε το στόμα του και είπε περίλυπος: «Μα πώς γίνεται να αρέσει στον Βασιλέα του παντός μία τόσο μεγάλη πόλη πού την εξαγόρασε με το αίμα του να την παραδώσει στους απίστους»;
Εκείνοι αποκρίθηκαν: «Έτσι μας προσέταξε ο Βασιλεύς». Τότε ο άγιος Δημήτριος τους ζήτησε να μεταφέρουν στον Βασιλέα του παντός τα επόμενα λόγια του: «Γνωρίζω ότι οι οικτιρμοί σου, φιλάνθρωπε Κύριε, νικούν την δικαία αγανάκτηση πού σου προξενούν οι αμαρτίες μας. Γνωρίζω ότι έδωσες και την ζωή σου για τους αμαρτωλούς και έχυσες γι’ αυτούς το αίμα σου, και αυτό δεν το παρεμπόδισαν οι αμαρτίες μας. Εμένα με τοποθέτησες φύλακα αυτής εδώ της πόλεως. Κι εγώ λοιπόν θα μιμηθώ εσένα τον Δεσπότη, θα θυσιάσω κι εγώ γι’ αυτούς την ζωή μου και η δική τους απώλεια θα είναι και δική μου. Μην ξεχνάς ότι ονομάζονται με το όνομά σου και ότι παρά τις αμαρτίες τους δεν σε απαρνήθηκαν και ότι εσύ είσαι Θεός των μετανοούντων».
Αυτά είπε ο Άγιος, και οι δύο βασιλικοί απεσταλμένοι αποκρίθηκαν: «Αυτά θα τα πούμε σ’ Αυτόν πού μιας απέστειλε. Αυτά θα τα μεταφέρουμε στον Βασιλέα. Αλλά φοβόμαστε μήπως και δεν σε λυπηθεί». Και πάλι ο Άγιος τους λέει: «Αυτά να τα πείτε στον Βασιλέα». Τότε εκείνος επέστρεψε μέσα στο κιβούρι του, πού ευθύς έκλεισε μπροστά στα μάτια των δυο αγγελιοφόρων, ενώ και αυτοί την ίδια ώρα έγιναν άφαντοι.
Στην συνέχεια ο πρωτοσπαθάριος συγκινημένος άφησε τον ναό και άρχισε να γυρίζει μέσα στην πόλη. Εύρισκε τους ανθρώπους τρομαγμένους και αδρανοποιημένους. Εκτός από την πολιορκία των εχθρών είχε προηγηθεί και λοιμώδης ασθένεια. Όλοι τους έμοιαζαν σαν χαμένοι. Διηγείτο σε όλους το δράμα και τους βεβαίωνε ότι ο Άγιος είναι μαζί τους και με τις πρεσβείες του θα σωθούν.
Στην συνέχεια ο πρωτοσπαθάριος συγκινημένος άφησε τον ναό και άρχισε να γυρίζει μέσα στην πόλη. Εύρισκε τους ανθρώπους τρομαγμένους και αδρανοποιημένους. Εκτός από την πολιορκία των εχθρών είχε προηγηθεί και λοιμώδης ασθένεια. Όλοι τους έμοιαζαν σαν χαμένοι. Διηγείτο σε όλους το δράμα και τους βεβαίωνε ότι ο Άγιος είναι μαζί τους και με τις πρεσβείες του θα σωθούν.
Οι Άβαροι που πολιορκούσαν την πόλη ήταν υπερβολικά πολυάριθμοι, εκατό χιλιάδες στρατιώτες! Είχαν φτιάξει κλίμακες και είχαν ανεβεί στα τείχη της πόλεως. Το φρούριο της πόλεως το είχαν περιζώσει απειλητικά. Αλλά η ημέρα αυτή (22 Σεπτεμβρίου του 597 μ.Χ.) επεφύλασσε κάτι το φοβερό.
Βλέπουν έναν τρομερό στρατιώτη με λαμπρά όπλα να επιτίθεται εναντίον τους και να τους σφάζει. Το αιφνίδιο και ασυνήθιστο του πράγματος τους γέμισε φόβο και πανικό. Δεν είδαν την ώρα να κατέβουν από τα τείχη. Το φρούριο της πόλεως πού το πολιορκούσαν άγρια, το εγκατέλειψαν. Απομακρύνθηκαν κι έστησαν πιο πέρα σκηνές. Δεν εννοούσαν όμως να εγκαταλείψουν τον σκοπό τους. Σκέφθηκαν τώρα να χτίσουν ψηλούς πύργους, πιο ψηλούς από αυτούς του φρουρίου της πόλεως. Επάνω σ’ αυτούς θα τοποθετούσαν ειδικά μηχανήματα, από τα οποία θα εκσφενδονίζονταν μεγάλες πέτρες εναντίον του φρουρίου και των τειχών. Έτσι και έγινε. Υψώθηκαν οι πύργοι, στήθηκαν τα μηχανήματα και κουβαλήθηκαν εκεί αμέτρητες πέτρες αρκετά μεγάλες. Άρχισε καταιγισμός πετροβολητού με αποτέλεσμα να πέφτουν κάτω οι προμαχώνες των τειχών. Οι πολιορκούμενοι μέσα στο φρούριο άρχιζαν να τρέμουν σαν φύλλα δένδρου που το δέρνει ο άνεμος. Όλοι οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης καταλάβαιναν ότι τίποτε δεν τους έσωζε από την καταστροφή. Μοναδική τους ελπίδα στάθηκε ο προστάτης τους Άγιος. Όλων τα στόματα είχαν γίνει ένα «Άγιε Δημήτριε, σώσε την πόλη σου», παρακαλούσαν ακατάπαυστα. Εν τω μεταξύ είχε διαδοθεί και το δράμα του πρωτοσπαθάριου και οι ελπίδες της σωτηρίας ζωντάνευαν.
Και πράγματι ο Άγιος ήταν αποφασισμένος ν’ αποσόβηση τον όλεθρο. Οφθαλμοφανώς παρουσιαζόταν κι έδινε εντολές. Με την δική του καθοδήγηση πολλοί θεσσαλονικείς ανέβηκαν στα πιο ψηλά σημεία του φρουρίου και στάθηκαν απέναντι στους πολιορκητές. Κάποια στιγμή φάνηκε ολόλαμπρος ανάμεσα τους ο Άγιος και προέβη σε μια ασυνήθιστη ενέργεια. Πήρε μια μικρή αλλά θαυμαστή πέτρα και χάραξε επάνω της κάποια λόγια προσευχής.
Κατόπιν ετοιμάσθηκε να την ρίξει ενάντια στους εχθρούς. Έδωσε συγχρόνως εντολή στους δικούς του να ετοιμασθούν όλοι να πετούν πέτρες στους εχθρούς, όχι μεγάλες, αλλά μικρές, αυτές πού μπορούσαν να πετάξουν με το χέρι, αφού δεν διέθεταν μηχανές. Μόλις πέταξε ο Άγιος την δική του πέτρα, μια πέτρα πού φαινόταν σαν να λάμπει, αυτή πήγε και χτύπησε επάνω στους σωρούς των πετρών πού είχαν συγκεντρώσει πάνω στον πύργο τους οι Άβαροι, για να τις εκσφενδονίζουν. Αμέσως όλες αυτές οι πέτρες διασκορπίστηκαν και έπεσαν κάτω, ενώ συγχρόνως οι μηχανές έγιναν συντρίμμια.
Κατόπιν ετοιμάσθηκε να την ρίξει ενάντια στους εχθρούς. Έδωσε συγχρόνως εντολή στους δικούς του να ετοιμασθούν όλοι να πετούν πέτρες στους εχθρούς, όχι μεγάλες, αλλά μικρές, αυτές πού μπορούσαν να πετάξουν με το χέρι, αφού δεν διέθεταν μηχανές. Μόλις πέταξε ο Άγιος την δική του πέτρα, μια πέτρα πού φαινόταν σαν να λάμπει, αυτή πήγε και χτύπησε επάνω στους σωρούς των πετρών πού είχαν συγκεντρώσει πάνω στον πύργο τους οι Άβαροι, για να τις εκσφενδονίζουν. Αμέσως όλες αυτές οι πέτρες διασκορπίστηκαν και έπεσαν κάτω, ενώ συγχρόνως οι μηχανές έγιναν συντρίμμια.
Οι Άβαροι κατελήφθησαν από τρόμο. Οι Θεσσαλονικείς από το τείχος του φρουρίου αναθάρρησαν. Έπαιρναν μικρές πέτρες, έγραφαν πάνω σ’ αυτές κάποια λόγια προσευχής και τις πετούσαν εναντίον των έχθρων. Δεν σταματούσαν καθόλου το πετροβόλημα. Και το μεγάλο θαύμα συνεχιζόταν. Αυτές οι μικρές πέτρες έκρυβαν παραδόξως πολύ μεγάλη δύναμη. Οι Άβαροι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι γίνεται. Μόλις πήραν στα χέρια τους κάποιες από αυτές τις πέτρες, αντίκρισαν με έκπληξη γράμματα επάνω τους. Δεν γνώριζαν όμως ελληνικά και δεν καταλάβαιναν την σημασία τους. Βρέθηκε όμως ανάμεσα τους ένας αιχμάλωτος από την περιοχή των περιχώρων της Θεσσαλονίκης. Αυτός διάβασε την φράση !«Εν τω ονόματι Ιησού του Θεού ημών, άγιε Δημήτριε, βοήθει». Έτσι έγινε κατανοητό ότι η Θεσσαλονίκη βρίσκεται κάτω από την προστασία ενός αγίου πού λέγεται Δημήτριος και πού μόνη η επίκληση του ονόματός του κάνει θαύματα. Αύτη η ανέλπιστη εξέλιξη των πραγμάτων έκανε τους εχθρούς να σταματήσουν για λίγο καιρό την πολιορκία.
Δεν το έβαλαν όμως κάτω. Ετοιμάζονταν πάλι για μεγαλύτερη και αγριότερη επίθεση. Έτσι, αφού συγκέντρωσαν περισσότερα στρατεύματα, ξεκίνησαν νέα επίθεση κατά της πόλεως. Μόλις όμως πλησίασαν προς τα τείχη της πόλεως, συνέβη αυτό που ποτέ δεν περνούσε από το μυαλό τους. Είδαν να εξέρχεται από το φρούριο της Θεσσαλονίκης πάνοπλος και μεγαλοπρεπής ο άγιος Δημήτριος συνοδευόμενος από αναρίθμητο στράτευμα. Μπροστά σ’ αυτό το θέαμα, κόπηκε το αίμα ιούς. Αυτομάτως γύρισαν προς τα πίσω και ετράπησαν σε φυγή. Από την φοβερή σαστιμάρα πού δοκίμασαν ούτε καν σκέφθηκαν να πάρουν μαζί τους τις διάφορες αποσκευές τους. Όλα, τρόφιμα, σκηνές, άρματα εγκαταλείφθηκαν έξω από τα τείχη της πόλεως. Η υπόθεση της πολιορκίας είχε πια λήξει. Η πόλη γλίτωσε από βέβαιο όλεθρο. Χιλιάδες Άβαροι έπεφταν να κοιμηθούν κι αν στο όνειρό τους άκουγαν την λέξη ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ, ξύπναγαν κατατρομαγμένοι. Κατάλαβαν ότι όλες τις πόλεις του κόσμου θα μπορούσαν να τις κυριεύσουν, αλλά αυτήν πού προστάτευε ο άγιος Δημήτριος ήταν εντελώς αδύνατο. Και όσοι Άβαροι ήταν καλοπροαίρετοι καταλάβαιναν ότι ο αληθινός θεός ήταν αυτός των Χριστιανών, ότι (ορισμένες περιοχές τις προστατεύουν άγιοι άνθρωποι που με την ζωή τους ευαρέστησαν τον Θεό, και ότι μερικοί από αυτούς τους αγίους είναι πολύ δυνατοί και υπερβολικά τρομεροί και είναι μάταιος κόπος να εκστρατεύσεις εναντίον της πόλεως πού αυτοί προστατεύουν.
Αλλά την κατακλείδα της εκστρατείας των Αβάρων κατά της Θεσσαλονίκης ας την παρακολουθήσουμε και από τον Συναξαριστή: «Πλην μετά παρέλευσιν ολίγου καιρού, συνάξαντες και πάλιν οι βάρβαροι εκείνοι περισσότερα στρατεύματα ήλθον κατά της Θεσσαλονίκης. Αίφνης όμως εφάνη και ο μεγαλομάρτυς Δημήτριος ως να εξήρχετο από το φρούριον με στρατεύματα αναρίθμητα. Αυτοί δε άμα τον είδον έφευγον εις τα οπίσω και χωρίς να τους διώκη κανείς. Άφησαν δε τας τροφάς των, τας σκηνάς των και τα άρματά των και ούτως ελυτρώθη η πόλις από τον μέγαν και φρικτόν εκείνον κίνδυνον και εδόξασαν άπαντες τον Θεόν και εμεγάλυναν τον μεγαλομάρτυρα Δημήτριον δια το θαύμα το οποίο έδειξε».*
Ο άγιος Δημήτριος κατά την φράση του απολυτίκιου του είναι ο «αθλοφόρος ο τροπούμενος τα έθνη» είτε αυτά είναι Άβαροι είτε οποιοιδήποτε άλλοι. Κάθε φορά πού ένα βάρβαρο και άδικο στράτευμα ξεκινήσει για να καταλάβει την Θεσσαλονίκη και την περιοχή της, πρέπει να ξέρη ότι έχει να κάνη και με τον άγιο Δημήτριο.
Στα τροπάρια των αίνων της εορτής του Αγίου διαβάζουμε και τα εξής: «Τείχος ωχυρωμένον ημίν τας ελεπόλεις των εχθρών μη πτοούμενον εδόθης, τας των βαρβάρων επιδρομάς καταργών». Και πιο κάτω: «Πολιούχος οικιστής και υπέρμαχος εχρημάτισας τη ση πόλει, Δημήτριε». Δηλαδή «εσύ, άγιε Δημήτριε, δόθηκες από τον Θεό στην Θεσσαλονίκη σαν τείχος οχυρό πού δεν φοβείται τα πολιορκητικά μηχανήματα των βαρβάρων επιδρομέων. Εσύ αυτές τις επιδρομές τις εξουδετερώνεις. Για την πόλη σου την Θεσσαλονίκη είσαι πολιούχος, οικιστής και υπέρμαχος».
Κατάλληλα προς το θέμα μας είναι αυτά πού αναγράφονται στον 4° τόμο της Θρησκευτικής και Ηθικής Εγκυκλοπαίδειας: «Ο μάρτυς αγωνίζεται μετά του λάου του κατά των βαρβάρων Σλάβων, Δραγουβιτών, Σαγουδατών, Βεργιτών, Βουλγάρων, Σέρβων, Αβάρων, Αράβων, Νορμανδών και Φράγκων. Σπανίως Άγιος συνέδεσε τόσον πολύ το όνομα του με τας περιπετείας της πατρίδος του όσον ο Δημήτριος… Δεν είναι δε τυχαίον το γεγονός, ότι και η άπελευθέρωσις της Θεσσαλονίκης κατά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912 συνέπεσε την ημέρα της εορτής του».
Όταν η Θεσσαλονίκη, η περιφέρεια της και γενικά η Μακεδονία αντιμετωπίζει κάποιους απειλητικούς εχθρούς, ας κοιτάξει προς τα πίσω και ας θυμηθεί τις προστατευτικές ενέργειες του μυροβλύτου και θαυματουργού Αγίου. Μπορεί κάποιοι μεγάλοι της γης να σχεδιάζουν να βλάψουν την Θεσσαλονίκη, την Μακεδονία και τον Ελληνισμό της, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι και θα γίνει. Η σοφία των αρχαίων Ελλήνων μας άφησε ωραίες παροιμίες και ρητά. «Αλλαι μεν αι βουλαί των ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει», λέει ένα αρχαίο ρητό.
Κατά τα έτη της Γερμανικής κατοχής, εδώ στην πατρίδα μας, πολλές φορές οι κατακτητές απεφάσιζαν να κάψουν κάποιο χωριό ή κάποια πόλη και να σφάξουν ή σχεδίαζαν να ρίξουν βόμβες, και όμως παρουσιάζονταν απρόβλεπτοι παράγοντες και έδιναν άλλη τροπή στα γεγονότα. Λ.χ. παρενέβαινε ο πολιούχος Άγιος, ο προστάτης της πόλεως κι έκανε τον Γερμανό διοικητή να ανακαλέσει την διαταγή του. Ή — άλλη περίπτωσις — μόλις ο πιλότος ετοιμαζόταν να ρίξει τις βόμβες, εμφανίζονταν νέφη, θόλωναν τα μάτια του και έβλεπε τα πράγματα διαφορετικά.
Όπως είπαμε, η Θεσσαλονίκη έπεσε στα χέρια των Ελλήνων στις 26 Οκτωβρίου του 1912. Η υπογραφή της παραδόσεως έγινε ανήμερα στην εορτή του Αγίου Δημητρίου. Τα ελληνικά στρατεύματα μπήκαν μέσα στην πόλη στις 27 Οκτωβρίου. Πολλοί Έλληνες στρατιώτες, καθώς προχωρούσαν τα στρατεύματα προς την Θεσσαλονίκη, έβλεπαν κι έναν περίλαμπρο έφιππο αξιωματικό επικεφαλής της πομπής να προχωρεί προς την πόλη.
482 χρόνια βρισκόταν ο άγιος Δημήτριος σε στενοχώρια, διότι η πόλη του βρισκόταν υπό Τουρκική κατοχή. Και το 1912, στην γιορτή του, χαμογέλασε διότι η νύμφη του Θερμαϊκού ανέκτησε την ελευθερία της.
Βέβαια η ιστορία έχει και τα γαυγίσματα του αγέρωχου Λυαίου, αλλά στην ιστορία του αγίου Δημητρίου, μαθαίνουμε ότι ο αδύνατος Νέστορας με την ευχή του αγίου Δημητρίου έριξε κάτω τον μεγάλαυχο γίγαντα. Κι εμείς Έλληνες και Χριστιανοί πού κάθε τόσο ακούμε γαυγίσματα επηρμένων Λυαίων, ψάλλουμε στον πολιούχο της συμπρωτεύουσας:
«Ως ουν Λυαίου καθείλες την έπαρσιν εν τω σταδίω θαρρύνας τον Νέστορα,
ούτως άγιε μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε
δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος».
ούτως άγιε μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε
δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος».
* Το θαύμα αυτό διασώζεται στο βιβλίο «θαύματα του Αγίου Δημητρίου» (Πρβλ. Ιστ. Ελλ. Έθν, Μεταβυζαντινοί χρόνοι, τόμ. Η’, σελ. 330. 338).