«Κύπρος 1974: Η προσφορά του 336 Τάγματος Κυπριακής Εθνοφυλακής στη διατήρηση της Λευκωσίας»


Παρασκευή, 09 Ιουλίου 2010

Αντιστράτηγος ε.α. Δημήτριος Αλευρομάγειρος*

Στους αθάνατους Αξιωματικούς και Στρατιώτες αντιστασιακούς πατριώτες του 336 Τάγματος Εθνοφυλακής Κύπρου, που πρόσθεσαν το αίμα τους, σ’ αυτό που είχε ήδη χυθεί για την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ της Κύπρου.

Με σεβασμό, θαυμασμό και ευγνωμοσύνη…

Εδώ και αρκετά χρόνια κάθε καλοκαίρι και μέσα στους καυτούς μήνες Ιουλίου-Αυγούστου, στη νεόδμητη εκκλησία του Αγίου Παύλου στον Άγιο Δομέτιο Λευκωσίας, η Κυπριακή πολιτεία, εκπρόσωποι της Ελληνικής πολιτείας μαζί με τους συγγενείς και συμπολεμιστές των ηρωικών Νεκρών του 336 Κυπριακού Τάγματος Εθνοφυλακής του 1974, τελούμε μνημόσυνο στη μνήμη αυτών που έπεσαν για να παραμείνει η Λευκωσία ελεύθερη.

Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά τα 35 χρόνια που μας χωρίζουν από τη βάρβαρη τουρκική εισβολή, κάθε χρόνο όλο και πιο πολλοί προσέρχονται σ’αυτήν την ιεροτελεστία μνήμης και τιμής και είναι αξιοσημείωτο ότι πέρα από την απόδοση τιμής σ’ αυτούς του Ήρωες, η παρουσία μας έχει και τη διάσταση της άντλησης δύναμης από τη θυσία τους για να παραμείνουμε σταθεροί στο εθνικό μας αζιμούθιο και να υπακούσουμε στις εθνικές εντολές τους για την πλήρη απελευθέρωση της Κύπρου. Και όταν αυτό συμβεί, τότε και μόνον τότε, θα έχουμε εκπληρώσει το χρέος μας και προς Αυτούς και συνεπώς προς την Πατρίδα μας.


Προλεγόμενα

Το προδοτικό πραξικόπημα κατά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου της 15ης Ιουλίου 1974 ήταν η αρχή του τέλους ενός «προαναγγελθέντος θανάτου». Η προαναγγελία αυτή εντοπίζεται στο Νοέμβρη του 1967, όταν την επαίσχυντη αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας ακολούθησε ο ουσιαστικός αφοπλισμός της Κύπρου.

Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι και η Κύπρος δεν κατόρθωσε να αναπληρώσει, εν μέρει, το αμυντικό κενό αυτής της απόσυρσης και εδώ οπωσδήποτε υπάρχουν σημαντικές ευθύνες και στις εκάστοτε ηγεσίες της Εθνικής Φρουράς. Κυρίως αυτές οι ευθύνες είναι η μη προμήθεια κατάλληλων οπλικών συστημάτων, η μη συνέχιση της οργάνωσης του εδάφους, αλλά πρωτίστως η παντελής έλλειψη εκπαίδευσης της εφεδρείας, τη στιγμή μάλιστα που λόγω της σημαντικής μείωσης της αμυντικής ισχύος από την απόσυρση του Νοεμβρίου του 1967 της Ελληνικής Μεραρχίας, η κύρια δύναμη αποτροπής θα ήταν η εφεδρεία. Αυτό κατεφάνη απόλυτα με την έναρξη των επιχειρήσεων.

Επισημαίνεται επίσης -από στρατιωτικής πλευράς- ότι η σημαντική διάλυση και αποδιοργάνωση της Εθνοφρουράς, λόγω του πραξικοπήματος, είχε ως αποτέλεσμα τον πλήρη αιφνιδιασμό και την επέκταση της σύγχυσης στις στρατιωτικές Μονάδες. Συγκεκριμένα η μη εφαρμογή των σχεδίων από την ηγεσία του ΓΕΕΦ (Γενικόν Επιτελείον Εθνικής Φρουράς Κύπρου), η μη έξοδος των στρατευμάτων από τα στρατόπεδα την νύκτα τουλάχιστον της 19ης προς την 20ην Ιουλίου και η μη επάνδρωση των πολυβολείων που υπήρχαν από το 1964 στην περιοχή της Κυρήνειας [τούτο δεν συνέβη στην περιοχή Αμμοχώστου όπου ύστερα από επιμονή του ηρωικώς πεσόντος την 20ην Ιουλίου πρώτου Έλληνα αξιωματικού, του Ταγματάρχη Ανδρέα Μουζάκη αλλά και άλλων αξιωματικών προς τον διοικητή της 1ης Ανωτέρας Τακτικής Διοίκησης Αμμοχώστου (επιπέδου Συντάγματος), ο οποίος μόλις είχε τοποθετηθεί και υιοθέτησε άμεσα την πρόταση να εξέλθουν τα στρατεύματα στις περιοχές αραιώσεως]

Τραγικό σφάλμα επίσης ήταν η συνεχής αίτηση αδείας της ηγεσίας του ΓΕΕΦ από το επιτελείο της Αθήνας για ενέργειες στην Κύπρο αφού η Αθήνα, πλήρως ανίκανη από την εκουσία ή έστω ακουσία προδοσία της, προσέτρεχε σε αίτηση βοηθείας από τους πάτρωνές της Αμερικανούς. Όλα αυτά, μαζί με την εν τω μεταξύ ανάγνωση των Βρετανικών και Αμερικανικών αρχείων οδηγούν σήμερα στη βεβαιότητα ότι η δικτατορία του 1967 επεβλήθη για έναν κυρίως λόγο. Την καταστροφή της Κύπρου.

Πρέπει στο σημείο αυτό να σημειώσω ότι η σύνθεση των εις Κύπρο ευρισκομένων αξιωματικών, ήταν, πλην των κρισίμων τοποθετήσεων («θέσεις κλειδιά»), μάλλον αντιχουντικοί τους οποίους το δικτατορικό καθεστώς της Αθήνας τους έστειλε στην Κύπρο προκειμένου να απαλλαγεί από την εις Ελλάδα παρουσίαν τους ή και να τους ενοχοποιήσει σε περίπτωση αποτυχίας των άνομων σχεδίων της.

Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Αρχηγού του ΓΕΕΦ Στρατηγού Ντενίση τον οποίον το δικτατορικό καθεστώς κάλεσε στην Αθήνα την 13-7-1974 για να του αφαιρέσει ουσιαστικά τη Διοίκηση και να αφήσει ελεύθερον τον Ταξίαρχο Γεωργίτση, πιστόν στο καθεστώς, να εκτελέσει το πραξικόπημα.

Συνεπώς το πραξικόπημα του Ιουλίου του 1974 δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο τέλος Μαΐου ή εντός του Ιουνίου 1974, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, σε ένδειξη καλής θελήσεως παραχώρησε στους υπουργούς εξωτερικών των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, Κίσιντζερ και Γκρομύκο, το Προεδρικό Μέγαρο για συζητήσεις επί του Μεσανατολικού. Κατά τη διάρκεια ή στο περιθώριο αυτής της συνάντησης τόσον ο Χ. Κίσιντζερ, όσον και ο Γκρομύκο εξεθίασαν τον Αρχιεπίσκοπο και μάλιστα ο Κίσιντζερ δήλωσε «ότι η Κύπρος δεν έχει τίποτα να φοβάται από την όξυνση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων η οποία οφειλόταν στην έξοδο του ερευνητικού τουρκικού πλοίου Τσάνταρλι στο Αιγαίο για παράνομες γεωλογικές έρευνες».


Πέραν πάσης αμφιβολίας συμπεραίνεται ότι ο Κίσιντζερ προσπάθησε να παραπλανήσει τον Αρχιεπίσκοπο για τα άνομα σχέδιά του (πραξικόπημα και εισβολή). Άλλωστε τούτο φάνηκε στην εκφρασθείσα και από τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο δυσπιστία του, όσον αφορά τις πληροφορίες που συνέρρεαν για επικείμενο πραξικόπημα, τόσο από το στενό του περιβάλλον όσο και από ελλαδικούς κύκλους (είναι σήμερα γνωστό ότι αυτή την ανησυχία του την είχε διατυπώσει έγκαιρα, μεταξύ πολλών και ο Ευάγγελος Αβέρωφ).

Όμως τα γεγονότα έτρεχαν και το χειρότερο, ενώ οι περισσότεροι ανησυχούσαμε, ταυτόχρονα διαπιστώναμε ότι υπήρχε πλήρης αδυναμία αποτροπής. Μία μικρή παρηγοριά ήταν ότι η ευφυΐα και η ικανότητα του Αρχιεπισκόπου θα ανέτρεπε τον προδιαγεγραμμένο όλεθρο. Όταν όμως, το επίσημο ΓΕΕΦ δεν αντέδρασε καν στην απόφαση του Μακαρίου να επανέλθουν όλοι οι αξιωματικοί στην Ελλάδα (η γνωστή επιστολή προς Γκιζίκη) τότε σχεδόν διεφάνη ότι οδηγούμεθα ολοταχώς προς τον όλεθρο.

Το Ιουλιανό λοιπόν πραξικόπημα όχι μόνον έφερε καίριον πλήγμα στο κύρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και διέλυσε τον Κυπριακόν κοινωνικόν ιστόν με την απομάκρυνση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ο οποίος ουσιαστικά είχε κάνει γνωστή την Κύπρο εις ολόκληρον τον κόσμο, αλλά αδυνάτισε δραματικά και την όποια αποτρεπτική στρατιωτική ικανότητα της Εθνικής Φρουράς και αδυνάτισε επίσης και την μοναδική αξιόμαχη στρατιωτική δύναμη της ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμις Κύπρου η οποία βάσει των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου ανήρχετο σε 900 άνδρες).

Την 19η Ιουλίου 1974 ήταν προγραμματισμένο να λάβει χώρα η αντικατάσταση του 30% σχεδόν των στρατιωτών της ΕΛΔΥΚ. 300 περίπου εκπαιδευμένοι παλαιοί στρατιώτες επέστρεφαν στην Ελλάδα και τους αντικαθιστούσαν ισάριθμοι, νέοι που ήρχοντο στην Κύπρο σε μια χαώδη κατάσταση και με πλήρη άγνοια των τοπικών συνθηκών, τελείως άπειροι.

Βλέπετε οι Τούρκοι δεν κάνουν ούτε το παραμικρό λάθος. Η ΕΛΔΥΚ, το μόνο αξιόμαχο στρατιωτικό τμήμα, έχανε ένα σημαντικό έμπειρο δυναμικό. Όλα πλέον ήταν έτοιμα για το έγκλημα.

Εδώ οφείλουμε να σταθούμε -πολλές φορές θα το πράξουμε- σε ευλαβική στάση Προσοχής! Οι 300 περίπου αυτοί στρατιώτες που αναχώρησαν αφήνοντας πίσω ένα χάος, που έβλεπαν να γλιτώνουν από του χάρου τα δόντια, απολύοντο! Όμως μόλις έφτασαν κοντά στη Ρόδο επέστρεψαν, αποβιβάσθηκαν στην Πάφο, πήραν όπλα, ενσωματώθηκαν με ενθουσιασμό με τους συναδέλφους τους της ΕΛΔΥΚ και πολλοί από αυτούς είναι μεταξύ των ηρωικών Νεκρών της Κυπριακής Ελευθερίας.

Είναι ενδιαφέρον όμως, να διαβάσει κάποιος και τα συναισθήματα των Τούρκων με όποια, έστω, αντικειμενικότητα τα περιγράφει στο βιβλίο του «Απόφαση, Απόβαση» ο Τούρκος δημοσιογράφος Αλί Μπιράν (πρωτοδημοσιεύτηκε στην “Μιλλιέτ”, σε συνέχειες το 1977). Διαβάζοντας θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η διστακτικότητα και ο συντηρητισμός των ενεργειών των τουρκικών στρατευμάτων, έδινε μία θαυμάσια ευκαιρία να συντριβεί η αποβατική δύναμη, αν η Ελληνική πλευρά, έστω και μετά το πραξικόπημα ενεργούσε στοιχειωδώς με στρατιωτική σύνεση.

Το βράδυ της 19ης/20ην Ιουλίου 1974, οι ενεργές Μονάδες Αμμοχώστου εξήλθαν των στρατοπέδων στους χώρους αραιώσεως, ενέργεια σωτήρια για την ασφάλειά τους κυρίως από τους βομβαρδισμούς καίτοι η Αμμόχωστος δεν επελέγη τελικά από τους Τούρκους ως χώρος απόβασης. Τις απογευματινές ώρες της 19ης Ιουλίου διετάχθη από το ΓΕΕΦ επιστράτευση των πυρήνων των επιστρατευομένων Μονάδων. Όμως με την από τις πρώτες πρωινές ώρες της 20ης Ιουλίου εκδηλωθείσα εισβολή διετάχθη γενική επιστράτευση, ενέργεια η οποία έδειξε τον πανικό της Διοίκησης αφού έπρεπε να είχε ήδη σημειωθεί σταδιακή επιστράτευση, όπως τα ίδια τα σχέδια και τα μέτρα εμπλοκής που είχε σχεδιάσει το ΓΕΕΦ προέβλεπαν. Η γενική επιστράτευση εκτός από τον πανικό που μετέφερε στον άμαχο πληθυσμό επέφερε σύγχυση και στους στρατιωτικούς σχηματισμούς αφού ήταν αδύνατον να επιτευχθεί υπό συνθήκες μάχης. Πλήθος επιστρατευομένων και λοιπόν πολιτών συνέρρεε στις έδρες των μη εμπλεκομένων Μονάδων να καταταγεί, για να υπερασπίσει την άμοιρη πατρίδα του.

Με την έναρξη της επιστράτευσης, όπως όριζαν τα σχέδια, ανέλαβα την Διοίκηση του επιστρατευομένου Τάγματος 336 ΤΕ, του οποίου οι αποθήκες υλικών ευρίσκοντο στο στρατόπεδο του 201 ΤΠ (εγγύς Αμμοχώστου) και του οποίου οι πυρήνες είχαν μερικώς επιστρατευθεί από την Νύκτα 19ης/20ην Ιουλίου.

Η επιστράτευση ολοκληρώθηκε τις απογευματινές ώρες της 20ης Ιουλίου στο χωριό ΠΡΑΣΤΕΙΟ Αμμοχώστου και το Τάγμα διατάχθηκε να επιστρέψει στην Αμμόχωστο περί την 19:00 της ιδίας ημέρας. Υποδιοικητής Τάγματος ανέλαβε ο Λοχαγός Αντρέας Δημητρίου και Διοικητές Λόχων ορίσθηκαν οι:

1ος Λόχος, Έφεδρος Ανθυπολοχαγός Πανίκος Παπόρης, 2ος Λόχος, Έφεδρος Ανθυπολοχαγός Χρήστος Σολωμής, 3ος Λόχος, Έφεδρος Ανθυπολοχαγός Λάκης Σοφρωνίου, Λόχος Υποστήριξης, Έφεδρος Ανθυπολοχαγός Αντώνης Καρράς, Λόχος Διοίκησης, Έφεδρος Ανθυπολοχαγός Μιχάλης Κουτούρης, Υπασπιστής Τάγματος, Έφεδρος Ανθυπολοχαγός Μιχάλης Στεφανίδης, άπαντες έφεδροι Κύπριοι, πλην του Υποδιοικητή ο οποίος ήταν μόνιμος του Κυπριακού Στρατού.

Την πρωίαν της 21ης Ιουλίου και ώραν 04:00 διετάχθη το Τάγμα, δι’ ενός Λόχου [επελέγη ο 2ος Λόχος (έφ. Ανθυπολοχαγός Χρήστος Σολωμής)] να καταλάβει την τουρκοκυπριακή συνοικία Σακάρια Αμμοχώστου, αλλά με την εκδήλωση της επίθεσης διεπιστώθη ότι η στρατιωτική Τουρκοκυπριακή (Τ/Κ) δύναμη είχε ήδη εκκενώσει τη συνοικία και μετέβη εις την εντός των τοιχών παλαιά Αμμόχωστο (Τ/Κ περιοχή).
η συνεχεια εδω