Ένα ταξίδι στη μαγεία και το μυστήριο που πλανάται πάνω από την μεσαιωνική καστροπολιτεία
Τη ζήλεψαν τόσοι και τόσοι κατακτητές που αγωνίστηκαν να την κάνουν δική τους. Τώρα τη ζηλεύουν πλήθος επισκεπτών γιατί είναι τόσο όμορφη που δεν έχουν ελπίδες να την κάνουν δική τους, παρά μόνο να πάρουν μαζί τους μια απίθανη γιορταστική ανάμνηση από τα άνθη της πέτρας και των αναστάσιμων φλογών…
Η μαγεία και το μυστήριο της σιωπής
Το Κάτω Κάστρο κοιμάται αγκαλιά με τη σιωπή του: «Τοπίο σκληρό σαν τη σιωπή» μονολογούσε ο ποιητής. Μόνο ο ήλιος κάνει «θόρυβο» στον ορίζοντα, όσο θόρυβο μπορεί να κάνει ο ήλιος που αφήνει το επισκεπτήριό του προβάλλοντας από τα σύννεφα. Η μαγεία και το μυστήριο της σιωπής
Αυτό όμως είναι αρκετό να γλυκάνει το τοπίο, κάνοντας την εκκλησιά της Παναγίας πραγματικά Χρυσαφίτισσα. Κι η θάλασσα κάνει έναν γλυκό θόρυβο, καθώς νανουρίζει την πολιτεία που κοιμάται ακόμη μέσα στο λίκνο των αιώνων. Πίσω, το Επάνω Κάστρο, στα χρώματα της άνοιξης στέκει ακόμη πιο σιωπηλό.
Τίποτε δεν είναι ικανό να σε εμποδίσει να προσπαθήσεις να κρατήσεις για πάντα μέσα σου τη μαγεία του «υπερνεφέλου φρουρίου» της Μονεμβασιάς που η Εβδομάδα των Παθών και της Ανάστασης ενισχύει το μυστήριό του…
Ρομαντική συμφωνία στο Επάνω Κάστρο
Υπάρχει ένα σημείο μαγευτικής θέας των τειχών, των σπιτιών, των εκκλησιών και της θάλασσας της Μονεμβασιάς. Και όχι μόνο ένα σημείο, αλλά ένα ολόκληρο «φιδωτό» καλντερίμι που ανηφορίζει για Επάνω Κάστρο, τον Γουλά, όπως αλλιώς το λένε.
Το οχυρωμένο μονοπάτι είναι λαξευμένο στον βράχο και κάθε «βόλτα» του είναι μία πρόκληση να στραφείς προς τα πίσω και να απολαύσεις μία ακόμα εικόνα της καστροπολιτείας. Κάποιες στέγες αποκαλύφθηκαν, ένα σκάφος εμφανίστηκε στη θάλασσα έξω από τα τείχη και το φως πάνω στον πολυκαιρισμένο τρούλο της Μυρτιδιώτισσας πέφτει διαφορετικά. Τώρα και η Πέρα Ντάπια φαίνεται καλύτερα…
Το οχυρωμένο μονοπάτι είναι λαξευμένο στον βράχο και κάθε «βόλτα» του είναι μία πρόκληση να στραφείς προς τα πίσω και να απολαύσεις μία ακόμα εικόνα της καστροπολιτείας. Κάποιες στέγες αποκαλύφθηκαν, ένα σκάφος εμφανίστηκε στη θάλασσα έξω από τα τείχη και το φως πάνω στον πολυκαιρισμένο τρούλο της Μυρτιδιώτισσας πέφτει διαφορετικά. Τώρα και η Πέρα Ντάπια φαίνεται καλύτερα…
Ετσι, σκιά τη σκιά που δημιουργούν τα αναμμένα ακόμα φανάρια μέσα στα σοκάκια, εικόνα την εικόνα, ο μοναχικός, συνήθως, επισκέπτης φτάνει στη γαλαρία του Επάνω Κάστρου και τη διαβαίνει για να βρεθεί σε έναν διαφορετικό κόσμο, στην επικράτεια των ερειπίων και της σιωπής. Από τον 6ο αιώνα ως το 1911 που αποχώρησε ο τελευταίος κάτοικος υπήρχε εδώ ζωή. Τώρα, η πιο ζωντανή εικόνα είναι της εκκλησίας της Αγίας Σοφίας στην άκρη του βράχου που γκρεμίζεται από 200 τόσα μέτρα ύψος ως τα κύματα. Πραγματικά μοναδική εικόνα.
Τείχος-τείχος φτάνεις στις ακραίες πολεμίστρες. Σε μία ρομαντική συμφωνία όπως είναι η Μονεμβασιά, είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις την πιο ρομαντική νότα. Σίγουρα όμως η θέα της ανατολής του ήλιου από τον πολεμικό πύργο ψηλά πάνω από τη θάλασσα με απεριόριστη θέα μέχρι τον ορίζοντα που προβάλλει ο κόκκινος δίσκος είναι ξεχωριστή εμπειρία.
Στον λαβύρινθο των ονείρων
Είναι ματαιοπονία να επιχειρήσει κανείς να υποδείξει με ακρίβεια συγκεκριμένες διαδρομές μέσα σε αυτόν τον γοητευτικό λαβύρινθο που το κάθε σοκάκι του οδηγεί τον επισκέπτη και σε μια έκπληξη.
Ακολουθώντας όμως τη συνέχεια του κεντρικού καλντεριμιού και μετά την πλατεία με τον Ελκόμενο και το Αρχαιολογικό Μουσείο, εύκολα ο επισκέπτης θα βρει στα δεξιά του τη δίκλιτη εκκλησία της Αγίας Αννας (κτίσμα της ενετικής περιόδου με το ένα κλίτος γκρεμισμένο) και πιο κάτω την εκκλησία του Αγίου Νικολάου (του 1200 περίπου), η οποία δεν λειτούργησε ποτέ ως εκκλησία, γιατί, σύμφωνα με την παράδοση, εκεί έγινε κατά τη διάρκεια της κατασκευής της ένα έγκλημα, μια δολοφονία.
Δεν μπήκαν ποτέ εικόνες και λειτούργησε ως σχολαρχείο. Τώρα λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος και η πρώτη έκθεση ήταν αφιερωμένη στον Γιάννη Ρίτσο που ανήκε ψυχή τε και σώματι στη Μονεμβασιά.
Ακολουθώντας όμως τη συνέχεια του κεντρικού καλντεριμιού και μετά την πλατεία με τον Ελκόμενο και το Αρχαιολογικό Μουσείο, εύκολα ο επισκέπτης θα βρει στα δεξιά του τη δίκλιτη εκκλησία της Αγίας Αννας (κτίσμα της ενετικής περιόδου με το ένα κλίτος γκρεμισμένο) και πιο κάτω την εκκλησία του Αγίου Νικολάου (του 1200 περίπου), η οποία δεν λειτούργησε ποτέ ως εκκλησία, γιατί, σύμφωνα με την παράδοση, εκεί έγινε κατά τη διάρκεια της κατασκευής της ένα έγκλημα, μια δολοφονία.
Δεν μπήκαν ποτέ εικόνες και λειτούργησε ως σχολαρχείο. Τώρα λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος και η πρώτη έκθεση ήταν αφιερωμένη στον Γιάννη Ρίτσο που ανήκε ψυχή τε και σώματι στη Μονεμβασιά.
Το κεντρικό καλντερίμι καταλήγει στην ανατολική πύλη του κάστρου. Από εδώ ξεκινά ένα άλλο καλντερίμι το οποίο κατηφορίζει προς την Πέρα Τάπια - η τάπια έχει την έννοια της πλατείας - όπου βρίσκεται η κάτασπρη εκκλησιά της Παναγιάς της Χρυσαφίτισσας, τα παλιά κελιά της οποίας έχουν μετατραπεί σε ξενώνα.
Η Παναγία η Χρυσαφίτισσα έχει και αυτή τη δική της ξεχωριστή ιστορία. Η εικόνα της, λέει η παράδοση, πέταξε από τα Χρύσαφα της Σπάρτης και προσγειώθηκε στο σημείο όπου είναι σήμερα το παρεκκλήσι με το πηγάδι. Η εκκλησία κτίστηκε το 1600, πάνω στα ερείπια της Παναγιάς Μονεμβασιώτισσας που είχαν κάψει οι Τούρκοι το 1540.
Στην Πέρα Τάπια ο επισκέπτης βρίσκεται κοντά στο τείχος της θάλασσας και από εδώ μπορεί να βαδίσει κατά μήκος του προς το Πορτέλο - το μοναδικό σημείο εξόδου στη βραχώδη ακτή - και τη Δώθε Τάπια. Στη Δώθε Τάπια βρίσκονται το χαμάμ, η Αγία Σωτήρα και η δίκλιτη εκκλησία των Αγίων Δημητρίου και Αντωνίου, η οποία λειτουργείται ως σήμερα. Από εδώ ο επισκέπτης μπορεί να χαθεί στα στενά, προτού επιστρέψει στην κεντρική πλατεία.
Μια άλλη σπουδαία εκκλησιά της Μονεμβασιάς είναι η πέτρινη Μυρτιδιώτισσα, η οποία κτίστηκε το 1690. Η εικόνα της μεταφέρθηκε εδώ από τα Κύθηρα και ονομάστηκε έτσι γιατί βρέθηκε μέσα σε μυρτιές. Αργότερα ονομάστηκε «Παναγία Κρητικιά» επειδή τον 17ο αιώνα εγκαταστάθηκαν γύρω της πολλοί Κρητικοί. Το τέμπλο της είναι μεγάλης τέχνης και μεταφέρθηκε εδώ στις αρχές του αιώνα μας από τον Ελκόμενο Χριστό.
Ο επισκέπτης βρίσκεται μπροστά στην εκκλησία της Παναγίας στρίβοντας αριστερά από το κεντρικό καλντερίμι. Συνεχίζοντας δεξιά, μπροστά από την εκκλησία, και το πρώτο σοκάκι αριστερά, ο επισκέπτης αρχίζει να ανηφορίζει προς τα σκαλοπάτια που οδηγούν στην πύλη των τειχών της Ανω Πόλης.
Η Βενετία κρατά νόστιμη τη «Ματούλα»
Το βράδυ της Ανάστασης η πολύ νόστιμη μαγειρίτσα σερβίρεται στη «Ματούλα», απέναντι από τον Ελκόμενο. Γύρω υπάρχουν στεφάνια που έχει πλέξει ο μπαρμπα-Μήτσος και στην παλιά αφίσα πλέκει η Ματούλα Ρίτσου. Αυτή μαγείρευε εδώ από το 1952 και έκανε αυτή την ταβέρνα ένα από τα «μνημεία» του κάστρου.
Τώρα συνεχίζει επάξια η ανιψιά της, η Βενετία. Αυτή έχει τη συνταγή για τη μαγειρίτσα, όπως και για πολλές άλλες νοστιμιές. Τα αντιπροσωπευτικά της Μονεμβασιάς σαΐτια (χόρτα, σπανάκι, δυόσμος, λάπαθο, μυρώνια, τυλιγμένα σε φύλλο πασπαλισμένο με τυρί), απίθανους λαχανοντολμάδες, ντολμάδες με αμπελόφυλλα, αρνάκι στο φούρνο με πατάτες, γαρδουμπίτσες, κεφτεδάκια, μοσχαράκι με χυλοπίτες, χοιρινό κρασάτο με πορτοκάλι, εξαιρετική φασολάδα και όλα αυτά μαζί με αγιωργίτικο της Οινοποιητικής Μονεμβάσιας του Γ. Τσιμπίδη, εμφιαλωμένο για τη «Ματούλα».
Τώρα συνεχίζει επάξια η ανιψιά της, η Βενετία. Αυτή έχει τη συνταγή για τη μαγειρίτσα, όπως και για πολλές άλλες νοστιμιές. Τα αντιπροσωπευτικά της Μονεμβασιάς σαΐτια (χόρτα, σπανάκι, δυόσμος, λάπαθο, μυρώνια, τυλιγμένα σε φύλλο πασπαλισμένο με τυρί), απίθανους λαχανοντολμάδες, ντολμάδες με αμπελόφυλλα, αρνάκι στο φούρνο με πατάτες, γαρδουμπίτσες, κεφτεδάκια, μοσχαράκι με χυλοπίτες, χοιρινό κρασάτο με πορτοκάλι, εξαιρετική φασολάδα και όλα αυτά μαζί με αγιωργίτικο της Οινοποιητικής Μονεμβάσιας του Γ. Τσιμπίδη, εμφιαλωμένο για τη «Ματούλα».
Ζώντας την ιστορία του κάστρου
Εχει μείνει ότι από τη Μονεμβασιά πέρασαν δύο βυζαντινοί αυτοκράτορες, αλλά δεν ξέρουμε ακριβώς ποιοι. Ο Ανδρόνικος Β' αναφέρεται συχνά και λένε ότι οι ξύλινοι θρόνοι που υπήρχαν πριν από πολλά χρόνια στον Ελκόμενο έγιναν για εκείνον και την αυτοκράτειρα.
Ο Ανδρόνικος Β' είναι πιθανόν να πέρασε από τη Μονεμβασιά το έτος 1300 και σύμφωνα με το συναξάρι που μνημονεύει το πέρασμά του χάρισε στην πόλη την εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας για να είναι προστάτιδά της: «Ανδρόνικος ο αυτοκράτωρ (…) ιθύνοντας τα σκήπτρα της βασιλείας εις τους 1300 (…) απέρασεν εις την Πελοπόννησον (…) κάμνονας πολλάς αγαθοεργίας και χαρίζοντας βασιλικάς δωρεάς (…) εξαιρέτως δε εις τους πολίτας της Μονεμβασίας έδωκε πολλάς τιμάς και χαρίσματα, ωσάν που ήσαν άνδρες γενναίοι και αγχίνοες» (Χάρις Α. Καλλιγά, Μονεμβασιά μία βυζαντινή πόλις-κράτος).
Οι αυτοκράτορες και οι άλλοι υψηλοί επισκέπτες θα φιλοξενήθηκαν σε κάποιο από τα σπίτια του κάστρου. Ισως στο πιο σημαντικό κτίσμα του, αυτό που τώρα φιλοξενεί τους επισκέπτες του ξενώνα της Δέσποινας και του Βασίλη Αρδάμη, που ήταν το κυβερνείο του κάστρου επί Ενετών και το διοικητήριο επί τουρκοκρατίας. Στη διάρκεια της αναστήλωσης του κτιρίου βρέθηκε ένα μοναδικό στον κόσμο βυζαντινό νόμισμα του 711, το οποίο εκτίθεται στο Νομισματικό Μουσείο της Αθήνας.
Στο σαλόνι ενός από τους χώρους διαμονής υπάρχει το πηγάδι του συγκροτήματος, 800 ετών, με το αυθεντικό μαρμάρινο στόμιό του, αντίγραφο του οποίου υπάρχει στο Μουσείο της Κωνσταντινούπολης. Στον ψηλό πύργο του συγκροτήματος - του μοναδικού στο κάστρο - ο επισκέπτης κοιμάται τριγυρισμένος από επτά παράθυρα.
Μοναδική είναι επίσης και η μεγάλη βεράντα πάνω από το κάτω τείχος, που πολλοί την αποκαλούν «μπαλκόνι της Μεσογείου». Στον ξενώνα ζεις την ιστορία της Μονεμβασιάς και γι' αυτό φροντίζουν όχι μόνο τα κτίσματα, αλλά και η Δέσποινα και ο Βασίλης που σου μιλούν με τόση θέρμη γι' αυτήν, αφού τη ζουν και οι ίδιοι.
Στο σαλόνι ενός από τους χώρους διαμονής υπάρχει το πηγάδι του συγκροτήματος, 800 ετών, με το αυθεντικό μαρμάρινο στόμιό του, αντίγραφο του οποίου υπάρχει στο Μουσείο της Κωνσταντινούπολης. Στον ψηλό πύργο του συγκροτήματος - του μοναδικού στο κάστρο - ο επισκέπτης κοιμάται τριγυρισμένος από επτά παράθυρα.
Μοναδική είναι επίσης και η μεγάλη βεράντα πάνω από το κάτω τείχος, που πολλοί την αποκαλούν «μπαλκόνι της Μεσογείου». Στον ξενώνα ζεις την ιστορία της Μονεμβασιάς και γι' αυτό φροντίζουν όχι μόνο τα κτίσματα, αλλά και η Δέσποινα και ο Βασίλης που σου μιλούν με τόση θέρμη γι' αυτήν, αφού τη ζουν και οι ίδιοι.
Ο Ελκόμενος Χριστός και ο «Ιούδας»
Εφέτος θα είναι η πρώτη χρονιά ύστερα από 32 χρόνια που «ίσως η σπουδαιότερη Σταύρωση σε φορητή εικόνα», κατά τον κυρ-Φώτη Κόντογλου, θα βρίσκεται στο «σπίτι» της, στην εκκλησιά που από αυτήν πήρε το όνομά της, του Ελκόμενου Χριστού.
Η εικόνα, του 1400, είχε κλαπεί και επέστρεψε. Θα λείπει όμως ο μπαρμπα-Μήτσος, ο μάστορας του δρώμενου με τον «Ιούδα», και όλοι νοιάζονται πώς θα γίνει εφέτος αυτό το χαρακτηριστικό έθιμο το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα. Ο μπαρμπα-Μήτσος, ο οποίος πουλούσε στο σοκάκι της μέσης την καλύτερη ρίγανη από το Επάνω Κάστρο, όταν περνούσε την πύλη της καστροπολιτείας έλεγε ότι πάει στο εξωτερικό. Και τώρα, στα 95 χρόνια του, αρρώστησε και ήλθε στην Αθήνα, στα παιδιά του.
Αυτός όμως μόνο ήξερε την τέχνη να γεμίζει με μπαρούτι από τη Δημητσάνα και να καίει τον Ιούδα κρεμασμένο στη μουριά, έξω από τον Ελκόμενο. Εψαχνε τις τσέπες του ανδρείκελου, έβρισκε τα αργύρια που ο ίδιος είχε βάλει και γινόταν έξαλλος: «Πήρες χρήματα για να προδώσεις τον Χριστό; Τώρα θα δεις τι θα σου κάνω»... Και έβαζε φωτιά στις εφημερίδες που τύλιγαν τα παπούτσια του Ιούδα.
Οι εκρήξεις προχωρούσαν προς τα πάνω και γίνονταν όλο και πιο σφοδρές, ώσπου έμενε ο σκελετός του ανδρείκελου να κρέμεται στη μουριά. Ο μπαρμπα-Μήτσος το είχε καημό να βρεθεί κάποιος νεότερος να συνεχίσει αυτό το έθιμο που έχει βίο αιώνων και όλοι εύχονται αυτός να βρεθεί από εφέτος.
Η εικόνα, του 1400, είχε κλαπεί και επέστρεψε. Θα λείπει όμως ο μπαρμπα-Μήτσος, ο μάστορας του δρώμενου με τον «Ιούδα», και όλοι νοιάζονται πώς θα γίνει εφέτος αυτό το χαρακτηριστικό έθιμο το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα. Ο μπαρμπα-Μήτσος, ο οποίος πουλούσε στο σοκάκι της μέσης την καλύτερη ρίγανη από το Επάνω Κάστρο, όταν περνούσε την πύλη της καστροπολιτείας έλεγε ότι πάει στο εξωτερικό. Και τώρα, στα 95 χρόνια του, αρρώστησε και ήλθε στην Αθήνα, στα παιδιά του.
Αυτός όμως μόνο ήξερε την τέχνη να γεμίζει με μπαρούτι από τη Δημητσάνα και να καίει τον Ιούδα κρεμασμένο στη μουριά, έξω από τον Ελκόμενο. Εψαχνε τις τσέπες του ανδρείκελου, έβρισκε τα αργύρια που ο ίδιος είχε βάλει και γινόταν έξαλλος: «Πήρες χρήματα για να προδώσεις τον Χριστό; Τώρα θα δεις τι θα σου κάνω»... Και έβαζε φωτιά στις εφημερίδες που τύλιγαν τα παπούτσια του Ιούδα.
Οι εκρήξεις προχωρούσαν προς τα πάνω και γίνονταν όλο και πιο σφοδρές, ώσπου έμενε ο σκελετός του ανδρείκελου να κρέμεται στη μουριά. Ο μπαρμπα-Μήτσος το είχε καημό να βρεθεί κάποιος νεότερος να συνεχίσει αυτό το έθιμο που έχει βίο αιώνων και όλοι εύχονται αυτός να βρεθεί από εφέτος.
Την προηγούμενη νύχτα της Ανάστασης τα σοκάκια πλημμυρίζουν από το Αγιο φως που ενώνεται με τα παλιομοδίτικα φανάρια. Το προηγούμενο βράδυ, της Μεγάλης Παρασκευής, τα φανάρια του Επιταφίου διέγραψαν την πορεία τους στην αγορά, έφθασαν στην πύλη και άρχισαν να κατηφορίζουν προς το τείχος, στη Μικρή Ντάπια, μετά πέρασαν από τη Μεγάλη Ντάπια και τη Χρυσαφίτισσα και επέστρεψαν στον Ελκόμενο. Ολοι κρατούσαν τα κεριά τους και κάποιοι δεν είχαν ακόμη κινηθεί από τη θέση τους όταν ο επιτάφιος επέστρεψε στην εκκλησιά.
πηγή: tovima.gr