Ἑλένη Φωκὰ - Ἡ Κύπρος ἀπαξιώνει τὴν ἡρωίδα δασκάλα τῶν κατεχομένων


τῆς Θεοδοσίας Κοντζόγλου
Ἔδωσε μία σκληρὴ μάχη γιὰ 23 ὁλόκληρα χρόνια στὴν κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο. Ὑπέμενε ἀκλόνητη καὶ θαρραλέα τὰ πάνδεινα καὶ ὑπέφερε ὅσο λίγοι ἄνθρωποι γιὰ νὰ προσφέρει μόρφωση, νὰ διδάξει ἑλληνικὴ παιδεία, ἱστορία καὶ χριστιανισμὸ στὰ λιγοστὰ φοβισμένα, ἐγκλωβισμένα Κυπριόπουλα καὶ γιὰ νὰ δίνει κουράγιο στοὺς χιλιοταλαιπωρημένους συγχωριανούς της. Σήμερα, ζεῖ μὲ τὶς μνῆμες της, σ’ ἕνα προάστιο τῆς Λευκωσίας ὅπου ἀκόμα καὶ τὸ προσφυγικὸ λιτὸ σπιτάκι της, τὸ ἀπαίτησε, ναὶ τὸ ἀπαίτησε, γιατί κυβερνητικοὶ παράγοντες τῆς εἶπαν ὅτι δὲν τὸ δικαιοῦται!

Ἡ Ἑλένη Φωκά, ἡ ζωντανὴ ἡρωίδα, μία πραγματικὴ Κυρία, μεγάλωσε στὴν Ἁγία Τριάδα Γιαλούσας στὸ Ριζοκάρπασο. Ἦταν ἡ μεγαλύτερη ἀπὸ τὰ ἐννέα παιδιὰ τῆς Λουκίας καὶ τοῦ Λύσανδρου Φωκᾶ (πέντε κορίτσια καὶ τέσσερα ἀγόρια). Ἀγροτικὴ οἰκογένεια, ἀγροτικὲς ἐργασίες, καπνά, ἐλιές, χαρούπια, σιτηρά. Τὰ παιδιὰ βοηθοῦσαν κάθε μέρα στὶς δουλειὲς ἀλλὰ ὁ πατέρας εἶχε μεγάλη ἐπιθυμία νὰ μορφώσει στὰ παιδιά του.


Μόνον ἡ Ἑλένη καὶ ἄλλη μία ἀδελφή της πρόλαβαν νὰ σπουδάσουν . Ὅλα τὰ ἄλλα παιδιὰ τὰ πρόλαβε ἡ εἰσβολὴ τοῦ 1974. Ὅταν οἱ τουρκικὲς βόμβες, ὄργωναν Αὐγουστιάτικα τὸ Ριζοκάρπασο, ἡ Ἑλένη ἦταν...24 ἐτῶν, πτυχιοῦχος οἰκιακῆς οἰκονομίας, Ἑλληνικοῦ πανεπιστημίου. Ἀπὸ τὸ 1973 εἶχε διοριστεῖ ὡς ἐκπαιδευτικὸς στὸ νησί.

Τὸ πραξικόπημα τῆς 15ης Ἰουλίου καὶ ἡ εἰσβολὴ τῆς 20ης Ἰουλίου τοῦ 1974, τὴν βρῆκε στὸ σπίτι της στὴν Ἁγία Τριάδα.

Θυμᾶται γιὰ ἐκείνη τὴ μέρα: «Βλέπαμε τὰ πλοῖα καὶ τὰ ἀεροπλάνα μὲ φόβο καὶ τρόμο. Στὴ 2η εἰσβολὴ στὶς 15 Αὐγούστου, οἱ Τοῦρκοι ἦρθαν καὶ στὴν Γιαλοῦσα. Νωρίτερα, εἶχαν ἀποκόψει τὴ χερσόνησο τῆς Καρπασίας καὶ ἔτσι δὲν μπορούσαμε νὰ φύγουμε.

Ἀκούσαμε τὰ νέα γιὰ τὴν ἀποκοπὴ τοῦ δρόμου ἀπὸ τὸ ραδιόφωνο. Τρομάξαμε. Φώλιασε ὁ φόβος μέσα μας. Ἐκείνη τὴ μέρα, ὁ πατέρας μου ἦταν στοὺς ἀγρούς. Ἔτρεξα μὲ τὸ ποδήλατο νὰ τοῦ πῶ ὅτι ἔπρεπε νὰ γυρίσει ἀμέσως στὸ σπίτι. Στὸ δρόμο ἔβλεπα κόσμο νὰ τρέχει καὶ νὰ κλαίει.

Μόλις μπῆκαν οἱ Τοῦρκοι στὸ χωριό, ἔκαναν κέρφιου (σ.σ. περιορισμὸ στὴν κυκλοφορία τῶν ἀτόμων). Ρήμαξαν ὅλα τὰ καταστήματα. Μᾶς μάζεψαν στὴν ἐκκλησία λίγο μετὰ τὸ μεσημέρι. Μπῆκαν μὲ τὰ τάνκς καὶ οἱ προπομποὶ τοὺς φώναζα μὲ ντουντοῦκες ὅ,τι ἔπρεπε νὰ μαζευτοῦμε στὴν ἐκκλησία.

Μάζεψαν ὅλους τους ἄνδρες. Ἀπὸ τὸν πατέρα μου ποὺ ἦταν ἡλικιωμένος ἕως τὸν μικρότερο ἀδελφό μου ποὺ ἦταν μαθητὴς γυμνασίου. Ὅλους τους πῆγαν στὰ Ἄδανα. Μόνον ὁ ἕνας ἀδελφός μου ποὺ ἦταν στρατιώτης σώθηκε.

Τοὺς πῆραν μὲ τὰ λεωφορεῖα. Ὅλα ἦταν βαμμένα μὲ μαύρη μπογιά. Ἀκόμα καὶ τὰ τζάμια τῶν αὐτοκινήτων. Τοὺς πῆγαν στὸν ξενοδοχεῖο Ντόουμ στὴν Κερύνεια. Ἐκεῖ ἀπελευθέρωσαν τὸν πατέρα μου γιατί ἦταν ἡλικιωμένος. Τὰ ἀγόρια τὰ πῆραν…

Τὰ κορίτσια τὰ βίασαν.. πολλὰ κορίτσια βίασαν... Μακάρι νὰ μὴ ζούσαμε... Ζήσαμε ὅμως καὶ ὁ πόνος τοῦ κάθε συγχωριανοῦ ἦταν πόνος ὅλων τῶν ὑπολοίπων. Οἱ Τοῦρκοι χρησιμοποιοῦσαν τοῦ βιασμοὺς γιὰ νὰ σκορπίσουν τὸν φόβο. Τελικὰ δὲν ἄφησαν ἄνθρωπο χωρὶς νὰ τὸν βασανίσουν».

Ἐγκλωβισμένες στὸ φόβο ζωὲς


Ἡ Μεγάλη Δασκάλα τῆς Κύπρου, ἀφηγεῖται ὅσα ἔζησε μὲ τὸ βλέμμα βυθισμένο στὶς πολυπικρὲς μνῆμες. Δὲν μιλάει ποτὲ στοὺς δημοσιογράφους. Σήμερα κάνει μία ἐξαίρεση, ἐκείνη ξέρει μόνον τὸν λόγο. Ἀφηγεῖται, μιλάει, κλείνει τὰ μάτια σὰν νὰ πνίγει ἕναν πόνο. Ἀφήνει τὸν θρῆνο τῆς νιότης της νὰ πλανηθεῖ στὸ φτωχικό της. Εἶναι Κυριακὴ πρωὶ καὶ ἀπὸ τὴ πόρτα τῆς ὁ ἥλιος δρασκελᾶ τὸ κατώφλι, λὲς καὶ προσπαθεῖ νὰ τῆς ζεστάνει τὴν καρδιά… Καὶ ἡ κυρία Φωκὰ συνεχίζει:

«Οἱ ἄνδρες ἔπρεπε νὰ παρουσιαστοῦν τρεῖς καὶ τέσσερις φορὲς τὴν ἡμέρα στὸ κέντρο τοῦ χωριοῦ. Μὲ τὰ μάτια ἀκίνητα σὰν ἄγαλμα. Ἂν κοίταζε κάποιος ἀλλοῦ, τὸν κτυποῦσαν βάναυσα.

Δὲν μποροῦσες νὰ βγεῖς ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι σου. Ἂν κάποιος ἔπρεπε νὰ κινηθεῖ ὅπως ὁ πατέρας μου ποὺ εἶχε ζῶα καὶ ἔπρεπε νὰ τὰ ταΐσει, ἔπρεπε νὰ πάρει ἄδεια. Σὲ 10-15 μῆνες μᾶς πῆραν καὶ τὰ σιτηρὰ καὶ τὰ καπνὰ καὶ τὰ χαρούπια καὶ τὰ ζῶα. Ἔφεραν καὶ τοὺς ἐποίκους ποὺ μᾶς κτυποῦσαν κάθε φορᾶ ποὺ προσπαθούσαμε νὰ ἀντιδράσουμε στὶς κλοπές τους.

Κτύπησαν τὸν πατέρα μου τρεῖς φορὲς ὅταν πῆγαν νὰ τοῦ κλέψουν τὰ προϊόντα της σοδιᾶς. Καὶ ὅταν πῆγε νὰ διαμαρτυρηθεῖ, βρέθηκε στὴ φυλακή».

Ἡ φωνὴ τῆς Κυρίας Ἑλένης ἀκούγεται ραγισμένη: «Περιουσία δὲν εἴχαμε, ἀσφάλεια δὲν εἴχαμε, διακινδυνεύαμε κάθε στιγμή. Βίαζαν τὰ κορίτσια καὶ φυλάκιζαν καὶ κτυποῦσαν τὰ ἀγόρια γιὰ νὰ μᾶς ὑποχρεώσουν νὰ φύγουμε. Ἂν καὶ ὑπῆρχε ἀπόφαση τοῦ Συμβουλίου Ἀσφαλείας ποὺ προέβλεπε ὅτι μπορούσαμε νὰ ἀποφασίσουμε ποὺ θὰ ζήσουμε, ὡστόσο ἐκδιώχθηκε ὁ κόσμος ὑπογράφοντας μάλιστα ἐκβιαστικὰ ὅτι «διὰ τῆς ἰδίας θελήσεως» ἔφευγε. Δὲν ξέρουμε τὰ μαρτύρια τοῦ κὰθ ἑνός. Ξέρω τὰ δικά μου… Ἀναγκαστικὰ ὁ κόσμος ἔφευγε. Κυρίως γιὰ νὰ προστατεύσουν τὰ μικρὰ παιδιά τους».

Κλείνει τὰ μάτια. Σταματᾶ τὴν ἀφήγηση. Τὰ τελευταία της λόγια μὲ κτυπᾶνε σὰν χιλιάδες σφυριὰ τὰ μηνίγγια. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ πονᾶς μὲ μίαν ἀφήγηση; Κι ὅμως πονᾶς. Ἡ καρδιὰ σφίγγεται. Τὸ μυαλὸ πάλλεται σὰν νὰ ἀπειλεῖ τὸ κεφάλι μὲ ἔκρηξη. Ποιὸς μπορεῖ νὰ ξέρει τί ἔζησε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, αὐτὴ ἡ γυναίκα, στὰ χέρια τῶν Τούρκων, ὅταν νέα κοπέλα ἀκόμα, ἀποφάσισε μὲ μοναδικό της ὅπλο τὸν «τσαμπουκά» της, νὰ πολεμήσει τοὺς βάρβαρους κατακτητὲς γιὰ νὰ προστατέψει τοὺς μαθητὲς τῆς ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ κρατήσει, νὰ διατηρήσει τὴν ἑλληνικότητα τῆς τουρκοπατημένης πατρίδα της, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι κάποια μέρα θὰ ἔρθει βοήθεια… Μὰ ὅσο ὁ Λεωνίδας περίμενε τὴ βοήθεια ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους, ἄλλο τόσο καὶ ἡ Ἑλένη Φωκά, περίμενε καὶ περίμενε…

Ἡ κυρία Ἑλένη, μὲ μάτια χαμένα στὸ χρόνο, βουρκωμένη, συνεχίζει, περιγράφοντας τὰ γεγονότα ποὺ ἔμειναν ἀνεξίτηλα χαραγμένα στὸ μυαλὸ καὶ τὴ ψυχή της: «Καὶ οἱ βιασμοὶ ποὺ ἀκούγαμε, ἦταν συγκλονισμός, ἀλλὰ καὶ νὰ κτυποῦν κάθε νύχτα τὸ σπίτι τοῦ ἄλλου ἦταν τρόμος. Ξαφνικὰ νὰ κτυποῦν τὴν πόρτα σου μὲς τὴ νύχτα…»

Τὸ γαϊδούρι ἤξερε…


«Οἱ ἔποικοι μᾶς πῆρα τὰ ζῶα μας. Πέντε βόδια, κατσίκες, πρόβατα, ὅλα. Ὁ πατέρας μου κράτησε ἕνα ζῶο γιατί ἕνας ἀστυνομικός του ζήτησε νὰ τοῦ τὸ μεγαλώσει. Ξέχασε ὅμως ὁ ντερβίσης νὰ ἔρθει καὶ ὁ πατέρας μου τὰ αὔξησε τὰ ζῶα. Ἦρθαν ὅμως οἱ ἔποικοι καὶ τοῦ πῆραν ἔξι ἀπὸ αὐτά. Κι ὅταν ὁ πατέρας μου τὸ κατήγγειλε, ὁ Τοῦρκος ἀστυνομικός του εἶπε ὅτι «ἐγὼ θὰ σοὺ βρῶ τὸν ἔνοχο ἀκόμα κι ἂν χρειαστεῖ νὰ βρῶ τὰ κόκαλα τῶν ζώων». Ἀκόμα καὶ τὸ γαϊδούρι μᾶς ἔκλεψαν. Καὶ τὸ καημένο ἀφοῦ ἄλλαξε δώδεκα χέρια, ξέφυγε καὶ ἦρθε μόνον τοῦ στὸ σπίτι μας. Εἶναι ἀστεῖο ἀλλὰ ὁ τοῦρκος ποὺ ὑποστήριζε ὅτι ἦταν τὸ ζῶο δικό του, ἔφερε δώδεκα ἄτομα γιὰ νὰ βεβαιώσουν τὴν κυριότητα τοῦ γαϊδουριοῦ. Ἐκεῖνο ὅμως ἤξερε, καὶ εἶχε πάει στὸ στάβλο τοῦ χωρὶς ὑπόδειξη!

Μᾶς ἔλεγαν: βλέπεις τί ἔπαθε ἡ κόρη τοῦ τάδε; Ἔτσι θὰ πάθει καὶ ἡ κόρη σου. Κυρίως βίαζαν παιδιὰ πολυμελῶν οἰκογενειῶν… Κι ἐμένα προσωπικά…».

Σταματᾶ. Σκύβει τὸ κεφάλι. Κρύβει τὸ πρόσωπό της μέσα στὶς χοῦφτες της καὶ ὀργισμένη φωνή, «Ὅτι θέλεις σκέψου», μοῦ λέει. Δὲν θέλει νὰ ἀνακαλέσει στὴ μνήμη τῆς ὅ,τι ἀπὸ τοὺς εἰσβολεῖς ὑπέστη ἡ ἴδια. Βρίσκει ὅμως τὴ δύναμη καὶ συνεχίζει: «Πέρα ἀπὸ τὸ θάνατο καὶ τὸ ἀνάθεμα δὲν ὑπάρχει ἄλλος θάνατος. Ἔτσι ἀποφάσισα νὰ παραμείνω στὸ κατεχόμενο χωριό μου. Ἤξερα πιὰ τί μὲ περίμενε. Καὶ οἱ Τοῦρκοι φρόντιζαν κάθε μέρα νὰ μᾶς θυμίζουν ὅτι ἤμασταν ἀνεπιθύμητοι. Τὸν πατέρα μου τὸν βασάνιζαν πολύ. Ἐκεῖνος φώναζε καὶ φώναζε καὶ μαζί μου γιατί ἐγὼ δὲν ἤθελα νὰ φύγω. Εἶχε ἀγανακτήσει.

Ἔκλεψαν ὅλα τὰ πράγματα τοῦ σχολείου. Ἐπέβαλλαν φόρους στὸν πατέρα μου ἂν καὶ μᾶς ἐκμεταλλεύονταν τὴν περιουσία. Ἐκεῖνος δὲν πλήρωσε καὶ τοῦ ἔβαλαν πρόστιμο. Τὸ πλήρωσε τελικὰ ἕνας Κύπριος γιὰ νὰ μὴν τὸν πάρουν φυλακή. Ἦταν ὁ ὁδηγὸς τοῦ λεωφορείου τοῦ χωριοῦ. Φυσικά του ἐπέστρεψα τοῦ ἀνθρώπου τὰ χρήματα.

Οἱ Τοῦρκοι βρώμιζαν τὸ σχολεῖο

Πέρασε ὁ Αὔγουστος τοῦ 1974 καὶ τὸν Σεπτέμβρη ἄρχισαν τὰ σχολεῖα. Εἶχαν μείνει στὰ κατεχόμενα τῆς Β. Κύπρου κι ἄλλοι ἐκπαιδευτικοὶ ἂν καὶ οἱ Τοῦρκοι τοὺς ὑποχρέωσαν νὰ κάνουν αἴτηση νὰ φύγουν.

Ἦταν ἐκεῖ ἡ οἰκογένεια τῆς διευθύντριας τοῦ σχολείου Θάλειας Καουτζιάνη. Συνέλαβαν τὸν ἄντρα της καὶ ἦταν ἀγνοούμενος. Κακοποιοῦσαν τὸν γιὸ τῆς κάθε μέρα. Ἔμεινε ἐκείνη. Ἄρχισαν ἄλλα προβλήματα καὶ ἀναγκάστηκε ἡ διευθύντρια νὰ φύγει. Κι ἄλλες ἐκπαιδευτικοὶ ποὺ εἶχαν μείνει, ἀναγκάστηκαν νὰ φύγουν ἐξ’ αἰτίας τῶν καθημερινῶν προβλημάτων. Ἔφυγαν ὅλοι. Ἔμεινα ἐγώ. Δὲν μποροῦσα νὰ ζητήσω ἀπὸ τοὺς Τούρκους νὰ μοῦ ἐπιτρέψουν νὰ μείνω. Ἦρθαν ὅμως κάποιοι γονεῖς καὶ μὲ παρακάλεσαν: «Δὲν θέλουμε νὰ μάθουν γράμματα ἀλλὰ νὰ τὰ ἀφήνουμε στὰ χέρια σας γιὰ ἀσφάλεια». Ἔτσι, μοῦ εἶπαν νὰ γράψω στὸ ὑπουργεῖο. Ἐκεῖ ἦταν δύο ἀκόμα δασκάλες. Ἔστειλα τὴν ἐπιστολὴ στὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο ἔδωσαν τὴν ἄδεια νὰ λειτουργήσει τὸ σχολεῖο.

Ζήσαμε πολὺ σκληρὲς συνθῆκες. Καθημερινὰ στὸ σχολεῖο ἔρχονταν οἱ Τοῦρκοι καὶ λέρωναν μὲ ἀκαθαρσίες στὴ βεράντα τοῦ σχολείου. Πετοῦσαν στὴν πόρτα τὶς ἀκαθαρσίες τους. Ἢ τὶς κρεμοῦσαν στὸ πόμολο τῆς πόρτας μέσα σὲ νάιλον σακούλα. Φώναζα τοὺς στρατιῶτες τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν νὰ τὰ δοῦν. Αἰσθανόμουν ἱκανοποίηση ὅταν ἀποκαλοῦσαν ζῶα, γαϊδούρια τοὺς Τούρκους. Τὶς τουαλέτες τὶς καθάριζα νωρὶς τὸ πρωὶ πρὶν ἔρθουν τὰ παιδιὰ γιατί αὐτὰ δὲν ἔφταιγαν….
Ἀλλὰ φυσικὰ ὅσο τὰ καταγγέλλαμε, τόσο ποιὸ πολλὰ γίνονταν. Ἀκόμα καὶ μέσα στὴν ἐκκλησία λέρωναν…

Ὅταν ζητούσαμε ὑλικά, χλωρίνες κλπ τὰ ἔφερναν τὰ παιδιὰ ἂπ τὰ πράγματα ποὺ ἔστελλαν οἱ συγγενεῖς τῶν ἐγκλωβισμένων στὶς οἰκογένειες.

Μᾶς ἔκοβαν τὸ νερό. Ἔβγαζα τὸ νερὸ ἀπὸ τὸ πηγάδι καὶ τὸ μεταφέραμε σὲ δοχεῖα καὶ μὲ αὐτὸ καθαρίζαμε τὸ σχολεῖο. Ἄλλοτε ἔριχναν ψόφια ζῶα μέσα στὸ ντεπόζιτο τοῦ νεροῦ γιὰ νὰ μὴ μποροῦν τὰ παιδιὰ νὰ τὸ χρησιμοποιήσουν. Τὰ ἔδειχνα αὐτὰ ὅλα στὰ Ἡνωμένα Ἔθνη καὶ γὶ αὐτὸ θεωρήθηκα ἐνοχλητικὴ ἀπὸ τοὺς Τούρκους.

Τὰ παιδιὰ τὰ ἐκφόβιζαν ὅτι θὰ τὰ σκοτώσουν, ὅτι θὰ τὰ βιάσουν. Καὶ βίασαν παιδιὰ κάτω τῶν 14 ἐτῶν. Ζήτησα ἀπὸ τοὺς γονιοὺς νὰ τὰ φέρουν κοντά μας. Ὅταν κάποιος γονιὸς δὲν μποροῦσε, πήγαινα ἐγὼ νὰ τὰ πάρω. Ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς τουαλέτας τοῦ σχολείου, στεκόμουν πάντα κάθε φορᾶ ποὺ ἕνα παιδὶ ἔπρεπε νὰ κάνει χρήση ἢ ἔστελλα τὰ παιδιὰ δύο- δύο. Γιατί τὰ κακοποιοῦσαν, τὰ ἔδερναν οἱ Τοῦρκοι στρατιῶτες καὶ οἱ ἔποικοι.

Ὅσο γιὰ τὰ βιβλία δὲν μᾶς ἔδιναν. Ἔστελλε τὸ Ὑπουργεῖο ἀλλὰ τὰ κρατοῦσαν τὰ κατοχικὰ στρατεύματα. Καὶ ὅταν μᾶς ἔδιναν κάποια γύρω στὸ Φλεβάρη, δὲν μᾶς ἔδιναν τὸν τρίτο ἢ τὸν τέταρτο τόμο. Ἔτσι δυσκόλευαν τὸ ἔργο μου ἀκόμα πιὸ πολύ. Γὶ αὐτὸ καὶ χρησιμοποιούσαμε τὰ παλιὰ βιβλία. Ἦταν ἕνας συνεχὴς πόνος. Μία διαρκῆς ἀγανάκτηση. Αἰσθανόμασταν μετέωροι. Δὲν εἴχαμε ποὺ νὰ πιαστοῦμε, ποὺ νὰ κρατηθοῦμε καὶ ἡ κυπριακὴ κυβέρνηση δὲν μποροῦσε νὰ μᾶς βοηθήσει.

Ἀκόμα καὶ τὰ τζάμια, μᾶς τὰ ἔσπαζαν, τὰ κεραμίδια μας τὰ ἔπαιρναν καὶ ἔτρεχαν τὰ νερὰ μέσα στὶς αἴθουσες. Ὅταν ζητούσαμε τζάμια ἢ κεραμίδια, ἡ κυπριακὴ κυβέρνηση μᾶς ἔστελλε ἀκόμα καὶ τουρκοκύπριους νὰ μᾶς τὰ φτιάξουν. Τὴν ἑπόμενη μέρα ὅμως πάλι τὰ τζάμια ἔσπαγαν καὶ τὰ κεραμίδια …ἔφευγαν. Μέχρι καὶ τὶς λάμπες μᾶς ἔκλεβαν».

Ἂν καὶ νεαρὴ κοπέλα καὶ ἡ ἴδια, ἡ κ. Ἑλένη Φωκά, διατήρησε τότε αὐξημένο τὸ αἴσθημα τῆς εὐθύνης ἔναντι τῶν ἀθώων παιδιῶν.

«Κάποια στιγμὴ τὰ περίπου 200 Κυπριόπουλλά μου, βρέθηκαν στὸ ἴδιο σχολεῖο μὲ 200 παιδιὰ ἐποίκων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν μποροῦν νὰ συμβιώσουν στὸ ἴδιο προαύλιο. Τὰ Τουρκάκια κτυποῦσαν τὰ παιδιά μας. Ἔτσι φρόντιζα νὰ μὴ βγαίνουμε διάλειμμα ταυτόχρονα. Διαμαρτυρήθηκα καὶ στὰ Ἡνωμένα Ἔθνη καὶ στὶς τουρκικὲς δυνάμεις ἀλλὰ ποιὸς νὰ μὲ ἀκούσει.

Τελικὰ κατάφερα νὰ ἀπομακρύνουν τὰ Τουρκάκια μὲ τὴ βοήθεια τῶν Ἤν. Ἐθνῶν».


Ἔγραψε στὸν Κόφι Ἀνᾶν - τὴν ἐξαπάτησε ὁ Πρόεδρος τῆς Κύπρου


Ἡ κυρία Φωκά, θυμᾶται κάποιες φορὲς ὅπου τὰ Ἡνωμένα Ἔθνη ἢ καὶ οἱ κατοχικὲς δυνάμεις δὲν τῆς ἐπέτρεπαν νὰ διακινηθεῖ στὰ κατεχόμενα: «Ἔπρεπε νὰ μὲ ἐλέγξουν σὲ τρία-τέσσερα σημεῖα ὅταν ἔπρεπε νὰ φύγω ἀπὸ τὸ χωριό. Ὅταν μὲ πήγαιναν στὸ νοσοκομεῖο στὴν Βόρεια Κύπρο, μὲ ἔβαζαν ἀπὸ τὴ πίσω πόρτα. Ἀλλὰ τὰ φάρμακα πού μου ἔδιναν φοβόμουν νὰ τὰ πάρω. Κάνει εὐσυνείδητα τὴ δουλειὰ τοῦ ὁ γιατρός; Σκεφτόμουν. Ἀναγκαστικὰ ἔστελλα τὴ συνταγὴ στὶς ἐλεύθερες περιοχές.

Στὴ Γιαλοῦσα πέθαναν καὶ ἄτομα ἀπὸ τὴν «ἰατρικὴ περιποίηση». Ἔγραψα στὸν Κόφι Ἀνᾶν, στὴν Κυπριακὴ Δημοκρατία, στὰ Ἡνωμένα Ἔθνη, λέγοντας ὅτι ἦταν δικαίωμά μου νὰ ἔχω ἰατροφαρμακευτικὴ περίθαλψη.

Τέσσερις φορὲς μᾶς ζήτησαν νὰ βγάλω Τουρκικὴ ταυτότητα. Ἔρχονταν μεσάνυχτα στὰ σπίτια μας. Τὸ ρεῦμα, μᾶς τὸ εἶχαν κόψει. Ἔβαζαν ἕνα πανὶ λευκὸ μέσα στὸ σκοτάδι γιὰ νὰ μοῦ βγάλουν φωτογραφία. Αὐτὸ δὲν τὸ δέχθηκα ποτέ. Γὶ αὐτὸ τὸ λόγο δὲν μοῦ ἐπέτρεπαν νὰ ἔρθω στὶς ἐλεύθερες περιοχές.

Τελικὰ ἀφοῦ εἶδαν οἱ τουρκικὲς Ἀρχὲς ὅτι δὲν ἄλλαζα τὴν ἀπόφασή μου, ὅτι δὲν ἤθελα νὰ βγάλω τουρκικὴ ταυτότητα, μοῦ ἔδωσαν μία ἐπιστολὴ τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας κ. Γλαύκου Κληρίδη πού μου ἔγραφε νὰ ἔρθω στὶς ἐλεύθερες περιοχὲς καὶ ὅταν ἀποθεραπευτῶ νὰ γυρίσω πίσω.

Ὡστόσο ἀπὸ τὸ 26 Μαΐου 1997 δὲν μοῦ ἐπέτρεψαν νὰ ἐπιστρέψω στὰ κατεχόμενα. Ἔχασα ἔτσι τὸ σπίτι μου, μοῦ ἔκλεισαν καὶ τὸ σχολεῖο. Ἦταν τοῦ Ἁγίου Συνεσίου, δὲν θὰ τὸ ξεχάσω. Πῆγα στὸν Ἅγιο Συνέσιο στὸ Ριζοκάρπασο. Πῆγα μαζὶ μὲ τὰ παιδιά. Ἦρθε Ὑπηρεσία τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν γιατί πῆρα τηλέφωνο στὸ ΡΙΚ καὶ εἶπα ὅτι ζητοῦσα νὰ ἔρθω στὶς ἐλεύθερες περιοχὲς γιὰ λόγους ὑγείας. Ἤμουν τότε 46 ἐτῶν. Προηγουμένως ἕνας ἀξιωματικὸς τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν εἶπε ὅτι ἡ Φωκὰ δὲν ἔχει κανένα πρόβλημα. Πῆρα σβάρνα τὰ σπίτια τῶν τουρκοκυπρίων καὶ βρῆκα τηλέφωνο καὶ μίλησα στὸ ΡΙΚ. Ἔτσι ὅταν ἦρθαν νὰ μοῦ ποῦν ὅτι θὰ πήγαινα στὶς ἐλεύθερες περιοχὲς χάρηκα πολύ. Μάλιστα ἀσπάστηκα καὶ τοὺς ἀξιωματικοὺς τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν ποὺ τάχα μὲ …βοήθησαν. Δὲν εἶχα τότε ἀντιληφθεῖ τὸ κρυφὸ παιχνίδι ποὺ ἔπαιξαν σὲ βάρος μου ὅλοι.

Ὅταν ἔφθασα στὴν ἐλεύθερη Κύπρο, ἦρθε κάποιος ἀξιωματοῦχος καὶ μοῦ εἶπε: «Ἐ! μέχρι νὰ ἀνοίξουν καὶ τὰ σχολεῖα τὸν Σεπτέμβρη….»
Τότε κατάλαβα ὅτι ὑπῆρξε συνέργεια τῶν κυπριακῶν Ἀρχῶν καὶ τῶν Ἡνωμένων. Ἐθνῶν γιὰ τὸν σιωπηλὸ ἐκτοπισμό μου.

Τέσσερις φορὲς προσπάθησα νὰ ἐπιστρέψω. Μὲ κτύπησαν στὸ Λήδρα Πάλας (σ.σ. Ξενοδοχεῖο στὴν Πράσινη Γραμμὴ) οἱ Τουρκικὲς δυνάμεις. Ἐπέμενα καὶ γιὰ ἕνα μήνα πήγαινα κάθε μέρα στὴν «Πράσινη Γραμμὴ» ἀλλὰ δὲν μοῦ ἐπέτρεπαν νὰ συνεχίσω γιὰ τὴ Βόρεια Κύπρο. Μὲ ταλαιπωροῦσαν καὶ καθυστεροῦσαν καὶ τοὺς ἐγκλωβισμένους ποὺ περίμεναν μέσα στὰ λεωφορεῖα γιὰ νὰ γυρίσουν στὰ σπίτια τους. Κάποια μέρα μὲ παρακάλεσαν καὶ οἱ ἐγκλωβισμένοι : «Ἑλένη λυπήθου μᾶς κατέβα ἀπὸ τὸ λεωφορεῖο».

Τὸ «εὐχαριστῶ» τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας

Ἡ ἡρωίδα δασκάλα, δίδαξε ἐπὶ 23 χρόνια τὰ σκλαβωμένα Κυπριόπουλα στὴν κατεχόμενη Κύπρο. Πῶς ἐκφράστηκε ἄραγε τὸ «Εὐχαριστῶ» τῆς Κυπριακῆς Κυβέρνησης»γὶ αὐτὴ τῆς τὴν προσφορά;

«Καμία προσοχή, καμία ἐπικοινωνία. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ἦρθα ἀντιμετώπισα τὴν ἀδιαφορία. Οὔτε κάποια ὑπηρεσία, οὔτε κάποιος Ὑπουργός, ἢ Βουλευτής, ἢ Διευθυντὴς τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας δὲν ἐνδιαφέρθηκαν νὰ ρωτήσουν γιὰ τὴν περίπτωσή μου. Μάλιστα ὅταν μου ἦρθε διορισμὸς ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας μου εἶπαν ὅτι ἤμουν «ὀκνηρῆ» καὶ γὶ αὐτὸ δὲν ἤθελα νὰ ἐργαστῶ ἐδῶ. Ἐνῶ αὐτὴ ἦταν ἡ διαμαρτυρία μου γιὰ τὴν ἀπομάκρυνσή μου ἀπὸ τὸ δικό μου σχολεῖο.

Ὅταν ἐκτοπίστηκα, δὲν εἶχα φέρει μαζί μου τίποτα ἀπὸ τὰ πράγματά μου. Ὅλα ἔμειναν ἐκεῖ στὸ Ριζοκάρπασο καὶ τὰ ἔκλεψαν. Μόνο μία καλὴ κυρία πῆγε στὸ σπίτι μου καὶ βρῆκε μία σημαία ἀπὸ τὶς δύο τὶς ἑλληνικὲς ποὺ εἶχα σπίτι καὶ μοῦ τὴν ἔφερε. Τὴν εἶχε τυλίξει μέσα σὲ μία νυχτικιὰ γιὰ νὰ μὴ τὴ δοῦνε …. (σ.σ. κλαίει). …Κανεὶς δὲν ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τίποτα.

- Κάποιο ἀπὸ τὰ παιδιὰ ποῦ διδάξατε ἐκεῖ, ἦρθε νὰ σᾶς δεῖ ἐδῶ στὴν Ἀγλαντζιά;
- Δυστυχῶς ὄχι.
- Κανένας;;
- Κανένας. Δὲν ἔχω ἀπαίτηση. Ξέρω ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι σκληρὴ γιὰ ὅλους ὅπως τὴ βιώνω κι ἐγώ. Εὔχομαι βέβαια νὰ εἶναι ὅλα τὰ παιδιά μου καλά.

Καὶ ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτό, κάθε λέξη τῆς Δασκάλας Ἑλένης Φωκᾶ, κτυπάει προσβλητικὰ στὴν συνείδησή μας. Μὲ μεγάλη δυσκολία προσθέτει: «Πρέπει νὰ πῶ ὅτι ἀκόμα καὶ τὰ μέλη τῆς οἰκογένειάς μου δὲν ἔτυχαν καμιᾶς βοήθειας. Καὶ σήμερα, βιώνω τὶς χειρότερες καταστάσεις… (σ.σ. ἡ φωνὴ τῆς ἡρωίδας κόβεται ἀπὸ λυγμοὺς) γιατί δὲν θέλησα νὰ προδώσω τὶς ἀρχές μου, τὴ πατρίδα μου…


Τὴ ρωτᾶμε γιατί ἡ Κυπριακὴ Κυβέρνηση τῆς γύρισε τὴν πλάτη;
- Δὲν θὰ ἤθελα νὰ τὰ βγάλω στὰ φόρα. Γὶ αὐτὸ ζῶ ἔρημη…

Κάποτε λὲς «δὲν ἀξίζει». Κάποτε πληγώνεσαι. Δὲν εἶναι δυνατὸν καὶ δὲν θέλω καμιὰ βοήθεια ἀλλά… (σ.σ. συνεχίζει νὰ κλαίει σιωπηλά) …ἅμα τὰ θυμᾶσαι… Ἄφησαν τὴν εὐθύνη στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὑπέφεραν, νὰ ζοῦν μόνοι τους τὶς τραγικὲς συνέπειες τῆς κατοχῆς. Ἐγὼ τίποτε δὲν θέλω. Ἐξάλλου βλέπεις καὶ τὸ ἐνδιαφέρον. Ξέρω ὅτι εἶναι ἀπάνθρωπη κοινωνία ποὺ ζοῦμε.

Ἡ κυπριακὴ κυβέρνηση ἐξάντλησε ὅλο τὸ εὐχαριστῶ τῆς μ’ ἕνα σπίτι προσφυγικό. Καὶ αὐτὸ «κατὰ παραχώρηση» καὶ μὲ εὐθύνη τοῦ Ὑπουργοῦ, γιατί λένε ὅτι «δὲν δικαιοῦμαι» διότι ἔπρεπε νὰ ἤμασταν δύο ἄτομα. Δὲν μοῦ δίνουν τὸ δικαίωμα νὰ ζήσω, ἔστω ἀκόμα δέκα χρόνια σὰν ἄνθρωπος. Αὐτοὶ ποὺ θησαυρίζουν σὲ βάρος τοῦ ἀδύναμου καὶ ἀπροστάτευτου λαοῦ, ποὺ ἀγαπᾶ τὸν τόπο του. Καὶ ἡ εὐχή μας, ἡ παράκλησή μας μία εἶναι πρὸς τὴ διεθνῆ κοινωνία: Νὰ βοηθήσουν τὸν τόπο μας. Καὶ διερωτῶμαι: πὼς δὲν μᾶς κατανόησε μέχρι σήμερα καμία χώρα. Ἐνταχθήκαμε στὴν ΕΕ καὶ ἀντὶ νὰ βοηθιέται ἡ Κύπρος, ἐπιβραβεύεται ἡ Τουρκία. Φοβᾶμαι ὅτι στὸ τέλος θὰ ἀναζητοῦμε πατρίδα.

Ὅσα σᾶς εἶπα εἶναι λόγια. Ἄλλη ὅμως ἡ αἴσθηση τοῦ βιώματος τῶν 23 χρόνων. Τώρα μπορεῖ νὰ μὴ ζῶ τὸν φόβο, ἀλλὰ ζῶ μακριὰ ἀπὸ τὸν παράδεισό μας. Ἡ βεβήλωση τῶν ἐκκλησιῶν μᾶς φωνάζει, φωνάζουν οἱ πέτρες… αὐτὸ δὲν τὸ ἀντέχω! Εἶναι εὐθύνη τῶν ἡγετῶν μας, εἶναι εὐθύνη δική μας.. .κάτι πρέπει νὰ κάνουμε!»

Κρύβαμε τὸ βιβλίο τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας

Οἱ μνῆμες γυρίζουν πίσω στὴ διδασκαλικὴ αἴθουσα στὸ κατεχόμενο Ριζοκάρπασο: «Δὲν μᾶς ἐπέτρεπαν οἱ Τοῦρκοι νὰ χρησιμοποιοῦμε τὸ βιβλίο τῆς ἱστορίας καὶ τῶν θρησκευτικῶν. Ὅμως ἐπειδὴ τὰ παιδιὰ ζοῦσαν αὐτὲς τὶς δύσκολες καταστάσεις ἤθελαν νὰ μάθουν. Γὶ αὐτὸ κάποια βιβλία ποὺ βρήκαμε ἀπὸ τὰ προηγούμενα χρόνια, τὰ δίδασκα ψιθυριστά. Καὶ εἴχαμε ἄλλα βιβλία ἀγγλικῶν, μαθηματικῶν πάνω στὰ θρανία γιὰ νὰ σκεπάζουμε τὰ βιβλία τῆς ἱστορίας καὶ τῶν θρησκευτικῶν. Κάποιος ποὺ ἦρθε ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας εἶπε ὅτι χρησιμοποιοῦμε τὸ Ἀμερικάνικο σύστημα, προφανῶς γιατί ἤθελε νὰ δείξει κάτι».

Ἔρχονταν τὰ παιδιὰ τὸ πρωὶ καὶ μοῦ ἔλεγαν ὅτι ἔκλεψαν τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλο καὶ μοῦ ζητοῦσαν νὰ κάνω κάτι. Ἔτσι καλοῦσα τὰ Ἤν. Ἔθνη καὶ ὅταν ἔκανα χειραψία, ἔδινα κρυφὰ χαρτὶ μὲ ἀναφορὰ στὸ χέρι τοῦ ἀξιωματικοῦ. Ἔτσι μόνον περνοῦσα τὰ αἰτήματα τῶν κατοίκων στοὺς εἰρηνευτές. Τὰ ἔγραφα στὰ Ἑλληνικὰ γιατί δὲν ἤξερα πολὺ καλὰ ἀγγλικά. Κάποιοι ὅμως προδιδαν τὰ χαρτάκια μου καὶ τότε εἶχα ἐπιπτώσεις ἀπὸ τοὺς Τούρκους ὅπως καὶ οἱ πολίτες ποὺ ἀφοροῦσαν.

Ὅταν θέλαμε νὰ βγάλουμε καμιὰ φωτογραφία γιὰ πράγματα ἀπαράδεκτα, κάναμε ἐξορμήσεις καὶ τὰ ἴδια τὰ παιδιὰ φωτογράφιζαν γιὰ νὰ μὴν δοῦν ἐμένα οἱ Τοῦρκοι. Μοῦ ἔλεγαν «μὴ φοβᾶσαι κυρία» δὲν θὰ ποῦμε τίποτα.

Μία μέρα, ἦρθαν Τοῦρκοι καὶ ἀμερικάνοι δημοσιογράφοι. Ἤθελαν γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ νὰ μὲ ἀπομακρύνουν. Μοῦ εἶπαν ὅτι «πρέπει νὰ σὲ πᾶμε στὴ Γιαλοῦσα». Τότε σηκώθηκαν ὅλα τὰ παιδιὰ καὶ ἀντέδρασαν λέγοντας: «Θὰ πᾶμε μαζὶ μὲ τὴ δασκάλα μας». Οἱ Τοῦρκοι ἄρχισαν ἀναγκαστικὰ τὶς διαπραγματεύσεις μὲ τὰ παιδιά. Τελικὰ δέχθηκαν νὰ ἔρθει μαζί μου ὁ μεγαλύτερος καὶ ἦρθε ὁ Παναγιώτης.

Καὶ ὅπως μου εἶπαν μετά, οἱ δημοσιογράφοι πῆραν συνέντευξη ἀπὸ τὰ παιδιὰ τῶν ἐποίκων, τὰ ὁποία παρουσίασαν ὡς Κυπριόπουλλα ποὺ περνοῦσαν πολὺ καλὰ στὰ κατεχόμενα.

Τὴν ἴδια ἡμέρα ἀπὸ ἐμένα ποὺ μὲ πῆγαν στὸν ἀστυνομικὸ σταθμό, μοῦ ἔκαναν μία ψευτοανάκριση μὲ περίεργες ἐρωτήσεις γιὰ τὸν καιρό, τὶς ἀποστάσεις καὶ ἄλλες ἀδιάφορες ἐρωτήσεις. Κάποια στιγμὴ ποῦ ἤμασταν μόνοι μας λέω στὸν Παναή: «Δὲν φεύγουμε ἀπὸ ἐδῶ»; «Ὄχι κυρία, ποὺ νὰ πᾶμε, θὰ μᾶς πιάσουν». Εἶχα ὅμως ἀγωνία γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῶν παιδιῶν. Σκεφτόμουν ἂν θὰ περάσει κάποιος νὰ δεῖ ὅτι τὰ παιδιὰ ἤσαν μόνα τους».

Εἶμαι ἐχθρὸς …

Ἡ ἀφήγηση τῆς Κυρίας Ἑλένης Φωκᾶ, (σ.σ. Κυρία μὲ κάπα κεφαλαῖο πάντα) ἀναμφίβολα προβληματίζει κάθε Ἕλληνα καὶ Ἑλληνίδα καθὼς μόνον ἀπορία γιὰ τὴ συμπεριφορὰ τῶν Κυπριακῶν Ἀρχῶν καὶ μία ἔντονη γεύση ἀπογοήτευσης ἀφήνει.

«Δὲν ζήτησα ποτὲ τίποτα, ἀπὸ τὴν κυπριακὴ κυβέρνηση. Γιὰ αὐτὸ ζῶ τὴ δυστυχία μου. Ἐγὼ σήμερα εἶμαι ἐχθρός της οἰκογένειάς μου, γιατί ἐξ αἰτίας ποὺ ἤμουν δασκάλα, κακοποιήθηκαν μέλη τῆς οἰκογένειάς μου. Καὶ αὐτό μου τὸ χρεώνουν. Καὶ ὅτι συνέβη στὰ ἀδέλφια μου… ποὺ ψωμοζητοῦν…, δὲν ἔχουν βοήθεια ἀπὸ πουθενά. Οὔτε ὑποστήριξη οὔτε ψυχολογικὴ βοήθεια. Οἱ πόρτες ποὺ κτύπησαν ἤσαν ὅλες κλειστές. Εἴμαστε τὸ μαῦρο πρόβατο. Ἡ μητέρα μου ζεῖ στὸ Τσιακιλερὸ καὶ εἶναι 88 ἐτῶν. Τὴν βλέπω ὅσο πιὸ συχνὰ μπορῶ. Εἶναι λίγο μακριά. Ζήτησα νὰ μοῦ δώσουν σπίτι ἐκεῖ. Δὲν δικαιοῦμαι μου ἀπάντησαν. Ἔζησα 23 χρόνια μακριὰ ἀπὸ τοὺς δικούς μου καὶ τώρα ζῶ καὶ πάλι μακριά τους».

ΠΗΓΗ:NEXTOK

http://orthodoxia-ellhnismos.blogspot.com