ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ
Ἂν μᾶς ἔλεγε κανένας αὐτείνη τὴν λευτεριὰ ὅπου γευόμαστε, θὰ παρακαλούσαμε τὸν Θεὸν νὰ μᾶς ἀφήση εἰς τοὺς Τούρκους ἄλλα τόσα χρόνια, ὅσο νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τί θὰ εἰπῆ πατρίδα, τί θὰ εἰπῆ θρησκεία, τί θὰ εἰπῆ φιλοτιμία, ἀρετή, τιμιότη. Τὶς προσόδες τῆς πατρίδας τὶς κλέβομεν, ἀπὸ ὑποστατικὰ δὲν τῆς ἀφήσαμεν τίποτας, σὲ “πηρεσίαν νὰ μπούμεν”, ἕνα βάνομεν εἰς τὸ ταμεῖον, δέκα κλέβομεν…
Ἀγοράζομεν προσόδες, τὶς τρῶμε ὅλες. Χρωστοῦν εἷς τὸ Ταμεῖον δεκαοχτὼ ΄κατομμύρια ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος. Οἱ ἀγωνισταί, οἱπερισσότεροι καὶ οἱ χῆρες κι ἀρφανὰ δυστυχοῦν. Πολυτέλεια καὶ φαντασία – γεμίσαμαν πλῆθος πιανοφόρια καὶ κιθάρες. Οἱ δανεισταὶ μᾶς ζητοῦν τὰ χρήματά τους, λεπτὸ δὲν τοὺς δίνομεν ἀπὸ αὐτὰ – κάνουν ἐπέμβασιν εἰς τὰ πράγματά μας. Καὶ ποτὲς δὲν βρίσκομεν ἴσιον δρόμον. Πῶς θὰ σωθοῦμε ἐμεῖς μ’ αὐτὰ καὶ νὰ σκηματιστοῦμεν εἰς τὴν κοινωνίαν τοῦ κόσμου ὡς ἄνθρωποι; Ὁ Θεὸς ἂς κάμη τὸ ἔλεός του νὰ μᾶς γλητώση ἀπὸ τὸν μεγάλον γκρεμνὸν ὅπου τρέχομεν νὰ...
τζακιστοῦμεν.