1497 - Το βαγεναριό (κρασαριό)



.......Η παράδοση της οινοποιητικής τέχνης διατηρείται ως σήμερα στο Άγιον Όρος σε ακμαίο επίπεδο. Υπάρχουν ειδικοί χώροι, τα λεγόμενα βαγεναριά (βαγεναρεία, σήμερα κρασαριά), συνήθως υπόγειοι, όπου παρασκευάζεται το κρασί και διατηρείται σε μεγάλα δρύινα βαρέλια. Κατά κανόνα η παραγωγή σε τόνους φτάνει στο μισό της ποσότητας των σταφυλιών που εισάγεται στο πατητήρι. Βέβαια, από τα τσίπουρα γίνεται περίφημο ρακί. (Οι Αγιορείτες φτιάχνουν επίσης ρακί από δαμάσκηνα, κούμαρα, σύκα ακόμη και ασφόδελους-σπερδούκλες). Κάνουν ακόμη νάμα για τις λατρευτικές τους ανάγκες και πετιμέζι για τα κρυολογήματα του χειμώνα, που τα φυλάνε σε μικρά βαρελάκια.

.......Τα πιο πολλά μοναστήρια φέρνουν σήμερα σταφύλια από τη Λήμνο και φτιάχνουν από αυτά το κρασί τους. Αρκετά όμως εξακολουθούν να καλλιεργούν δικά τους αμπέλια, όπως η μονή Διονυσίου στον Μονοξυλίτη (εντός Αγίου Όρους), με πολλές ποικιλίες σταφυλιών: μοσχάτο, φωκιανό-μαύρο-αετονύχες, κολοκυθάτο, Λημνιό, Βεροίας, αμερικανικό-άσπρο και άλλες. Μόνο η μονή Διονυσίου παράγει 15 τόνους κρασί. Η παραγωγή κυμαίνεται. Μερικά μοναστήρια δεν ξεπερνούν τους πέντε τόνους (Καρακάλου). Η ποσότητα εξαρτάται από τον αριθμό των μοναχών και των επισκεπτών, τη θέση και τη φήμη του μοναστηριού κλπ. πάντως η Μονή Διονυσίου φημίζεται για το μπρούσκο (αρκετά βαρύ για τα κοινά μέτρα) κρασί της, ενώ η Αγίου Παύλου έχει στην είσοδο του μοναστηριού της μια τεράστια κρεβατή, που δίνει ωραία επιτραπέζια σταφύλια.
Ονομαστό είναι και το μπρούσκο κρασί που παράγει από τα αμπέλια του το Χιλανδάρι, το οποίο προμηθεύει και τη γειτονική Μονή Εσφιγμένου. Το φτιάχνει στο βυζαντινό βαγεναριό του.

.......Αξίζει να αναφερθεί, ότι ένα κλήμα έχει φυτρώσει στο Χιλανδάρι στον τάφο του Αγίου Συμεών, από το οπο΄πιο ξηραίνουν τα σταφύλια και στέλνουν τρεις σταφίδες στις γυναίκες, που δεν κάνουν παιδιά, όταν τους τις ζητούν. Πολλές από αυτές με προσευχή και νηστεία, και τρώγοντας τις σταφίδες, έχουν τεκνοποιήσει, καθώς λένε οι Χιλανδαρινοί. Δείχνουν και τις σχετικές επιστολές με τις φωτογραφίες των παιδιών. Υπάρχει μάλιστα μια παράδοση, όπως μας πληροφορεί ο γ. Μητροφάνης Χιλανδαρινός, ότι, αν το κλήμα του Αγίου Συμεών ξεραθεί, τότε θα «είναι το τέλος του Αγίου Όρους».

.......Μετά την κοινοβιοποίησή της, η ιστορική Μονή Ξηροποτάμου, λίγο πιο πάνω από τη Δάφνη, καλλιεργεί γύρω στο μοναστήρι δικά της κλήματα, ενώ αμπέλια υπάρχουν σε σκήτες και καλύβια που τροφοδοτούν μάλιστα και μερικά μοναστήρια. Αν και με αγοραστά σταφύλια από τη Λήμνο, ωραίο άσπρο κρασί κάνει και η Γρηγορίου, παλιότερα με ρετσίνι. Παρατηρώντας τις παλιές γραβούρες των αγιορείτικων μοναστηριών βλέπουμε αμπέλια γύρω στα μοναστήρια. Χαρακτηριστική η αναφορά του Ιωάν. Κομνηνού (1701) στη Μονή Βατοπαιδίου, ένα από τα πιο μεγάλα μοναστήρια του Άθω, το δεύτερο τη τάξει: «Έχει και έξωθεν εις διαφόρους τόπους σκήτας, κελλία, ασκηταρεία, πύργους, μύλους, ησυχαστήρια με περιβόλια και αμπέλια ευμορφότατα».


Ένα από τα πιο σημαντικά βαγεναριά του Αγίου Όρους είναι εκείνο της Μονής Ιβήρων, που ανήκει στο κτιριακό συγκρότημα της Τράπεζας και παρουσιάζει ενδιαφέρον και από αρχιτεκτονική άποψη (πρόκειται για κτίσμα του 19ου αι.). «Το πατητήρι του», γράφει ο Σταύρος Μαμαλούκος, «έχει προσπέλαση μέσω διαβατικού από την αυλή, από όπου έρχονταν τα μουλάρια που μετέφεραν τα ¨καδιά¨ με τα μισοπατημένα σταφύλια από τα αμπέλια. Το πατητήρι είναι διαμορφωμένο στο ανώτερο τμήμα ενός μεγάλου, ενιαίου θολωτού χώρου που καταλαμβάνει το ύψος του υπογείου και του ισογείου μαζί. Το ξύλινο πάτωμά του ουσιαστικά εξυπηρετούσε την κυκλοφορία γύρω από τα στόμια των τριων ¨παραβουτών¨, όπου γινόταν το πάτημα των σταφυλιών. Μια ξύλινη σκάλα οδηγεί από το πατητήρι στην αμέσως υποκείμενη στάθμη, ένα αρχικά ξύλινο πατάρι, στο δάπεδο του οποίου έμμεσα εδράζονται οι παραβούτες. Μια δεύτερη σκάλα οδηγεί από εκεί στο κυρίως βαγεναρείο, έναν επιμήκη, θολωτό χώρο διαστάσεων περίπου 9x26 μέτρων, που βρίσκεται κάτω ακριβώς από την τράπεζα, με την οποία κάποτε επικοινωνούσε μέσω πέτρινης σκάλας».
Αξιοσημείωτα είναι και όσα ο Μαμαλούκος αναφέρει για τους «ποδαράδες» και τα άλλα βαρέλια του βαγεναριού των Ιβήρων:


«Τέσσερις εντυπωσιακοί ¨ποδαράδες¨, τεράστια βαρέλια (το μεγαλύτερο έχει χωρητικότητα 5 τόνους), δεμένα με ξύλινα πλαίσια που χρησιμεύουν ως στεφάνια, αλλά και ως στηρίγματα, καταλαμβάνουν το δυτικό τμήμα του χώρου. Σύμφωνα με τις επιγραφές, που φέρουν στις κύριες όψεις τους, οι ¨ποδαράδες¨ κατασκευάσθηκαν εις τον καιρόν του Παϊσίου Τραπεζάρη περί τα έτη 1875-1878, ανήκουν δηλαδή στην εποχή αναδιοργανώσεως και επανεξοπλισμού του βαγεναρείου μετά την πυρκαγιά του 1860. Στο ανατολικό τμήμα του χώρου και σε ύψος 3 περίπου μέτρων από το έδαφος διατηρούνται λείψανα ενός συστήματος ανοικτών αγωγών από σκαφτούς κορμούς δένδρων για τη διανομή στα βαρέλια του γλεύκους που προερχόταν από τις παραβούτες, αλλά διοχετευόταν στο χώρο του βαγεναρείου με τη βοήθεια χειροκίνητης αντλίας».

.......Η περιεκτικότητα των βαρελιών στα διάφορα αθωνικά μοναστήρια κυμαίνεται από τα μικρά βαρελάκια («πίπες») των 150 κιλών ως τα τεράστια βαρέλια («βαγένια») μέχρι και 23 τόνων. Όπως σημειώνει ο Ιωακείμ Παπάγγελος, που μας δίνει τις πληροφορίες αυτές:
«Το 1980 ο αρχαιολόγος Ι. Ταβλάκης με τη συμπαράσταση του γέροντος Καλλινίκου, διέκοψε τη μετατροπή των αρχαίων βαγενίων της Μονής Ιβήρων σε καυσόξυλα, ενώ η πολυετής αχρηστία και εγκατάλειψη έχει επιδράσει καταστροφικά σε όλα σχεδόν τα μνημειακά βαγένια του Όρους».

.......Παλιά παραδοσιακά βαγεναριά σε όλη τη μεγαλοπρέπειά τους μπορεί να δει κανείς στα μεγάλα μοναστήρια του Όρους, όπως στη Μεγίστη Λαύρα, το Βατοπαίδι κλπ. Στη Λαύρα οι χώροι όπου φτιάχνουν τη ρακή λέγονται και σήμερα «Καζαναρεία». Τα μεγάλα αυτά μοναστήρια είχαν αμπέλια και στα πάμπολλα μετόχια του εκτός Αγίου Όρους.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι το μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα (λεγόμενο Ρωσικό), έχει παραχωρήσει το μετόχι του στη Χρωμίτσα σε οινοποιΐα της Χαλκιδικής (Τσάνταλη), η οποία φύτεψε 400 στρέμματα αμπέλια με ποικιλίες ασύρτικο και ροδίτη.

.......Από αυτές παρασκευάζει καλό άσπρο και ροζέ κρασί, που διαθέτει στο εμπόριο με την επωνυμία «Αγιορείτικο».
Το 1988, η Οινοποιΐα Αθ. Πρωτοπαπά Νέας Περάμου Καβάλας κυκλοφόρησε στο εμπόριο «αγιορειτικό μοναστηριακό τοπικό οίνο» (ερυθρό ξηρό) παραγωγής 1987, «από το περίσσευμα του Οινοποιείου του Μονοξυλίτη». Σύμφωνα με την ετικέττα, «οι μοναχοί περιποιούνται τους αμπελώνες του Μονοξυλίτη που βρίσκονται στις βουνοκορφές του Άθω με παραδοσιακές μεθόδους και οινοποιούν τα σταφύλια σε ιδιόκτητο οινοποιείο μέσα στους αμπελώνες τους. Η ετήσια παραγωγή των Αμπελώνων κυμαίνεται από 30.000-50.000 κιλά».


Ο Μονοξυλίτης, όπως σημειώνει ο Σμυρνάκης, βρίσκεται «μεταξύ της Γιοβάννιτσας της του ΖΣωγράφου Μονής και της Θηβαΐδος (Γουρούνι) της του Ρωσσικού, ων τα όρια απέχουσιν από του Μονοξυλίτου 40΄».
Η μερίδα του κρασιού, όπως και του φαγητού που δικαιούται ένας μοναχός, λέγεται διακονιά, από το διακόνημα.

  
Το κείμενο είναι από το βιβλίο Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ του Ι.Μ. Χατζηφώτη, εκδ. Δ.Ν. Παπαδήμα, 1999, σελ. 128-131