Μέσα σε βόλια κι ὀβίδων κρότους
ἔπεσαν νιάτα μὲς στὸν ἀνθό τους.
Πᾶνε λεβέντες, πᾶνε κορμιὰ
κι ἄγνωστα τά ῾θαψαν στὴν ἐρημιά.
Κανεὶς δὲ ξέρει ποὺ τά ῾χουν θάψει,
κανεὶς δὲ πῆγε γιὰ νὰ τὰ κλάψει,
κανεὶς δὲν ἔκαψε γι᾿ αὐτὰ λιβάνι,
κανεὶς δὲν ἔπλεξε γι᾿ αὐτὰ στεφάνι.
Ἀνώνυμ᾿ ἥρωες, ἄγνωστοι τάφοι,
κανένας ὄνομα σ᾿ αὐτοὺς δὲ γράφει,
μήτε τὸ χῶμα τοὺς φιλοῦνε χείλη,
σταυρὸ δὲν ἔχουνε μήτε καντῆλι.
Μόνο μιᾶς κόρης μαργαριτάρια
κυλοῦν σὲ τάφους ποὺ κάποια μέρα
θὰ γίνουν κόσμου προσκυνητάρια
καὶ φάροι Νίκης γιὰ μία μητέρα.
Γεώργιος Σουρῆς